Θίσβη / Καστόριον (Βυζαντινή περίοδος)

1. Η Θίσβη μέσα στο χρόνο

Η κατοίκηση της Θίσβης, όπως μαρτυρούν τα αρχαιολογικά δεδομένα, υπήρξε συνεχής από τους Μυκηναϊκούς έως και τους Χριστιανικούς χρόνους.

Σύμφωνα με τη μυθική παράδοση, οφείλει το όνομά της στη νύμφη Θίσβη, κόρη του θεού Ασωπού. Αναφέρεται στην Ιλιάδα, στον κατάλογο των πλοίων, μεταξύ των πόλεων που έλαβαν μέρος στον Τρωικό πόλεμο· εκεί ο Όμηρος την αποκαλεί «πολυτρήρωνα», εξαιτίας του μεγάλου αριθμού περιστεριών που ζούσαν στην περιοχή του επινείου της. Στα τέλη της Αρχαϊκής περιόδου ήταν αυτόνομη πόλη και υπήρξε μέλος του Βοιωτικού Κοινού (περί το 525-520 π.Χ.). Η Θίσβη συμμετείχε στο Γ΄ Μακεδονικό πόλεμο (172-168 π.Χ.), υποστηρίζοντας το Μακεδόνα βασιλιά Περσέα, όμως, λίγο μετά την έναρξή του, πολιορκήθηκε και τελικά κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους.

Το 2ο αι. μ.Χ., ο Παυσανίας, περιγράφοντας τη Θίσβη, πληροφορεί για την ύπαρξη εκεί ιερού του Ηρακλή και τη διοργάνωση γιορτής προς τιμήν του. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται από τον ίδιο στην παρουσία αρχαίου αναχώματος που λειτουργούσε ως αποστραγγιστικό έργο. Με τον τρόπο αυτό, η πεδιάδα στα νότια της Θίσβης δε λίμναζε, αλλά αντίθετα, αξιοποιήθηκε ως καλλιεργήσιμη γη.

Στη Θίσβη σώζονται λείψανα δύο οχυρωμένων ακροπόλεων. Η παλαιότερη εντοπίζεται στο λόφο βόρεια του σημερινού χωριού, όπου και η θέση της αρχαίας Θίσβης. Πρόκειται για το Παλαιόκαστρο ή Άνω Ακρόπολη, στα τείχη του οποίου είναι ευδιάκριτες τουλάχιστον τέσσερις οικοδομικές φάσεις, από την Αρχαϊκή περίοδο έως και τους Υστερορωμαϊκούς-Παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Ωστόσο, συνέχισε να βρίσκεται σε χρήση και αργότερα, κατά τη Μέση και την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο.

Η Κάτω Ακρόπολη, που καλείται, επίσης, Νεόκαστρο, χρονολογείται στην Ελληνιστική περίοδο, με μετασκευές στη διάρκεια της Βυζαντινής εποχής. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπά της ανιχνεύονται στη νότια πλευρά της θέσης.

Έξω από τα τείχη, στους βραχώδεις λόφους, έχει λαξευτεί μεγάλος αριθμός τάφων. Οι διαστάσεις τους ποικίλλουν ανάλογα με τα αρκοσόλια που έχουν διαμορφωθεί στο εσωτερικό τους, ενώ δε λείπουν και τα μεμονωμένα αρκοσόλια. Ανάγονται στην Παλαιοχριστιανική περίοδο, ωστόσο, δεν είναι απίθανο να ανήκουν σε προγενέστερη εποχή –τουλάχιστον κάποιοι από αυτούς– με χρήση έως και τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους.

Από τη Θίσβη έχει συγκεντρωθεί μεγάλος αριθμός επιγραφών, που χρονολογούνται από τον 5ο αι. π.Χ. έως και τη Ρωμαϊκή εποχή, και έχουν εντοπιστεί ψηφιδωτά δάπεδα, τα οποία ανήκουν πιθανότατα σε Παλαιοχριστιανικής εποχής κτίσματα. Μεγάλος αριθμός ερειπωμένων ναών, που καλύπτουν όλη τη διάρκεια των Χριστιανικών χρόνων, αποτελεί ένδειξη για τη διαβίωση των κατοίκων της περιοχής σε ευνοϊκές οικονομικοκοινωνικές συνθήκες την εποχή αυτή.

2. Θίσβη/Καστόριον

Οι ιστορικές μαρτυρίες που αφορούν τη βυζαντινή Θίσβη είναι ανεπαρκείς και δεν τεκμηριώνουν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της και τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας της. Το αρχαίο όνομά της ήταν σε χρήση έως και τους Παλαιοχριστιανικούς χρόνους, ενώ αργότερα εκλείπει. Στα τέλη της Υστεροβυζαντινής περιόδου και στους Οθωμανικούς χρόνους επανεμφανίζεται με την ονομασία «Κακόσι», έως και το 1915, οπότε ο οικισμός μετονομάστηκε πάλι σε Θίσβη. Ωστόσο, η αδιάλειπτη κατοίκηση του χώρου και κατά τη Μέση και Ύστερη Βυζαντινή περίοδο διαπιστώνεται από τις αρχαιολογικές επιφανειακές, κυρίως, έρευνες που πραγματοποιήθηκαν στη Θίσβη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Η διαρκής μελέτη και ο εκ νέου συσχετισμός των πηγών οδήγησε στη σύνδεση της Θίσβης με το τοπωνύμιο «Καστόριο», το οποίο αναφέρεται στο βίο του οσίου Λουκά του 10ου αιώνα. Η ταύτιση της βυζαντινής Θίσβης με το Καστόριο οφείλεται κυρίως σε ένα φορολογικό κατάστιχο του 1466/1467 για το σαντζάκι της Εύβοιας. Σε αυτό καταγράφεται μια δεύτερη ονομασία για το χωριό Κακόσι, που καλείται και «Καστοριά». Η βυζαντινή Θίσβη, το Καστόριο, μπορεί επίσης να ταυτιστεί με επισκοπική έδρα του 12ου αιώνα, την οποία κατείχε «ο Καστορίου» ή «Καϊστορίου», υπαγόμενος στην επαρχία Θηβών, και των αρχών του 13ου αιώνα, που αναφέρεται σε παπική επιστολή με επίσκοπο Castoriensis.

Το Καστόριο θεωρείται πλέον αναμφισβήτητα ο τόπος γέννησης του οσίου Λουκά, ιδρυτή της ομώνυμης μονής της Βοιωτίας. Σύμφωνα με το βίο του, όπου περιγράφεται η διαφυγή των προγόνων του από την Αίγινα, στα μέσα του 9ου αιώνα, για το φόβο των πειρατών, αναφέρεται ότι αυτοί έπλευσαν προς το λιμάνι Βαθύ, όπως ονομάζεται και σήμερα ο όρμος νότια της Θίσβης, επίνειο της αρχαίας πόλης. Το παρακείμενο βουνό, ο Άγιος Ιωάννης ή Αγιάννης, ταυτίζεται επίσης με το μέρος όπου ασκήτευσε ο όσιος και αποκαλείται στο βίο του «Ιωαννίτζη» ή «Ιαννίτζη».

Ως τόπος γέννησής του αναφέρονταν έως πρόσφατα οι Δελφοί, επειδή η προεπαναστατική ονομασία τους ήταν Καστρί και θεωρήθηκε ταυτόσημη με το Καστόριο του βίου του οσίου Λουκά, καθώς, μάλιστα, οι Δελφοί δεν απέχουν πολύ από τη μονή την οποία ίδρυσε.

Τόσο στην περιοχή εντός των τειχών όσο και έξω από αυτά, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ανθρώπινης δραστηριότητας τη Βυζαντινή περίοδο. Στις δίδυμες ακροπόλεις της Θίσβης αναγνωρίζονται οικοδομικές φάσεις και κτίσματα Βυζαντινών χρόνων. Μεταξύ αυτών συγκαταλέγεται ελεύθερος πύργος στο Νεόκαστρο, χτισμένος στα λείψανα παλαιότερου. Η επανάχρησή του συνδέεται με όστρακα του 12ου και 13ου αιώνα που υπάρχουν στο άμεσο περιβάλλον του. Εκεί έχουν αποκαλυφθεί λιθόστρωτα δάπεδα που συνδέονται με την κατοίκηση του χώρου στους Βυζαντινούς χρόνους.

Στα τέλη του 9ου με μέσα του 10ου αιώνα το Καστόριο καλείται κώμη, αλλά, σύμφωνα με τις αρχαιολογικές ενδείξεις, ήδη τον 11ο ή το 12ο αιώνα υπήρξε μία από τις σημαντικές πόλεις της Βοιωτίας. Η επικοινωνία των λιμανιών της με τις ακτές της Πελοποννήσου και το γεγονός ότι η πρόσβαση στην κεντρική Ελλάδα ήταν πολύ πιο σύντομη μέσα από τη Θίσβη συντέλεσαν στην ιδιαίτερη εμπορική σημασία της πόλης. Μέσω της Θίσβης οι ταξιδιώτες μεταξύ Ανατολής και Δύσης απέφευγαν τον περίπλου της Αττικής και της Πελοποννήσου.

3. Εμπορική και οικονομική σημασία

Σημαντική για τις εμπορικές συναλλαγές που λάμβαναν χώρα στα φυσικά λιμάνια της Θίσβης, είναι η ύπαρξη οργανωμένων οικιστικών συνόλων στις παράκτιες βραχονησίδες, όπως το Κουβέλι και η Μακρόνησος. Στο Κουβέλι, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα νότια του Αγ. Ιωάννη, έχουν βρεθεί αρχιτεκτονικά κατάλοιπα που ανάγονται στην ύστερη αρχαιότητα, καθώς και οικισμός του 7ου-9ου αι., με οργανωμένο οδικό και πολεοδομικό σύστημα. Μεταξύ των ερειπίων έχει αναγνωριστεί και μία εκκλησία.

Στη νησίδα Μακρόνησο οι έρευνες έχουν εντοπίσει λιμενικές εγκαταστάσεις και πολλά οικιστικά λείψανα σε μία φυσικά προστατευμένη θέση που ονομάζεται Δίπορτο. Η εγκατάσταση στο Δίπορτο φαίνεται ότι είχε μόνιμη φύση, παρά την έλλειψη νερού, ανάγκη που ίσως κάλυπταν οι κάτοικοι με μεταφορά νερού από τη Θίσβη και την αποθήκευσή του σε δεξαμενές. Στη Μακρόνησο έχουν αναγνωριστεί τέσσερις φάσεις κατοίκησης, από τον 5ο αι. έως και το 19ο αι.

Οι προαναφερόμενες νησίδες πιθανότατα συνδέονται με την έντονη εμπορική δραστηριότητα της κοιλάδας της Θίσβης, ως τόπος διακίνησης των ποικίλων αγαθών μεταξύ του Κορινθιακού κόλπου και της κεντρικής Ελλάδας.

Η εμπορική σημασία της Θίσβης φαίνεται ότι έχει συνάφεια τόσο με την ενασχόληση των κατοίκων με τη γεωργία και την κτηνοτροφία, όσο και με την παραγωγή της γνήσιας πορφύρας για τη βαφή μεταξωτών υφασμάτων. Η βαφή αυτή προέρχεται από αδένα που βρίσκεται στο κοχύλι πορφύρα, μεγάλες ποσότητες του οποίου καταγράφηκαν από τον Ιρλανδό πολιτικό και διπλωμάτη sir Thomas Wyse το 1858 στη Θίσβη. Ακόμη και σήμερα σωροί κοχυλιών, της ποικιλίας murex purpurea, είναι ορατοί σε οικόπεδο κοντά στο Νεόκαστρο. Πρόκειται για συγκεντρώσεις απορριμμάτων μετά το βράσιμο και το θρυμματισμό τους για την εξαγωγή της πολύτιμης βαφής, χωρίς, όμως, να έχει εξακριβωθεί ακόμη ποια χρονική περίοδο αφορούν.

Ωστόσο, η λέξη καστόριο σημαίνει είδος χρωστικής ουσίας, της γνήσιας πορφύρας, που προέρχεται από είδος κοχυλιών. Τον 12ο αι., επίσης, ο Al Idrisi, μουσουλμάνος γεωγράφος, αναφέρει λιμάνι στον Κορινθιακό κόλπο αποκαλούμενο ‘των βαφέων’. Επομένως, δε φαίνεται απίθανο η διαδικασία παραγωγής πορφύρας ή κάποια στάδιά της στη Θίσβη, ακόμα και εάν είχε ξεκινήσει από αρχαιότερους χρόνους, να συνεχίστηκε και κατά τη χριστιανική εποχή.

Τέλος, όσον αφορά στην αγροτική παραγωγή της περιοχής, εκτός από τα ίχνη αποστραγγιστικών έργων, έχουν παρατηρηθεί βαθμιδωτές διατάξεις (πεζούλες) που εξυπηρετούσαν στην καλλιέργεια της πεδιάδας της Θίσβης.

4. Εκκλησίες της Θίσβης

Την μεγάλη σημασία της Θίσβης υποδηλώνει και ο μεγάλος αριθμός εκκλησιών στην περιοχή της, αρκετές από τις οποίες ανάγονται στη βυζαντινή περίοδο. Στην τοιχοποιία τους συνηθίζεται να χρησιμοποιείται υλικό από αρχαιότερα κτίσματα.

Η πιο σημαντική από αυτές είναι η ερειπωμένη εκκλησία του Αγίου Λουκά. Βρίσκεται προς τα βόρεια του σημερινού χωριού και παρουσιάζει περισσότερες από δύο οικοδομικές φάσεις. Πρόκειται, σχεδόν βέβαια για τον επισκοπικό ναό του Καστορίου, αφιερωμένο στον περίφημο όσιο της Βοιωτίας. Αρχικά, φαίνεται ότι έχει κτιστεί σύμφωνα με τον αρχιτεκτονικό τύπο του μεταβατικού σταυροειδούς ναού. Η ημικυλινδρική αψίδα του διατηρείται σε μεγάλο ύψος και στο χώρο των ερειπίων του βρίσκεται άφθονο αρχαιότερο δομικό υλικό. Στα βορειοδυτικά του υπάρχει δεξαμενή και στη βόρεια πλευρά του ναού πρόσκτισμα, που μπορεί να ταυτιστεί με παρεκκλήσι. Το 19ο αι. είχε εντοπιστεί μαρμάρινος πεσσίσκος τέμπλου μεσοβυζαντινών χρόνων με απιόσχημη απόληξη και έξι επιτύμβιες πλάκες στο δάπεδό του.

Μεσοβυζαντινών χρόνων είναι και ο ερειπωμένος ναός της Αγ. Τριάδας. Μεγάλο μέρος των τοίχων της διαλύθηκαν από ξένους ερευνητές του 19ου αι. χάριν της αναζήτησης αρχαίων επιγραφών. Στα δυτικά, έως τότε, είχε διατηρηθεί τοξωτή είσοδος. Σήμερα σώζεται η ανατολική πλευρά του ναού με τρεις ημικυλινδρικές αψίδες.

Τα ερείπια της Αγ. Τριάδας βρίσκονται δυτικά του ναού της Αγ. Παρασκευής (19ου αι.). Στην αγία τράπεζα του δεύτερου, έχει χρησιμοποιηθεί ογκώδης πλάκα, θραυσμένη κατά τη μία στενή πλευρά της, με εγχάρακτο μονογραμματικό σταυρό, ενώ αρχιτεκτονικό μέλος, ίσως επίθημα, χρησιμοποιείται ως βάση στήριξης.

Στα νοτιοδυτικά της εκκλησίας της Κοίμησης της Θεοτόκου, που βρίσκεται στην πλατεία του χωριού, κτισμένη στη θέση παλαιότερης εκκλησίας, υπάρχει μικρός χώρος με εικονοστάσι στο κέντρο του. Στα ανατολικά του έχουν συσσωρευθεί μεγάλοι ορθογώνιοι λίθοι και είναι ορατός κορμός κίονα. Εκεί πιθανότατα βρίσκεται η θέση του ναού της Αγ. Κυριακής, βυζαντινών χρόνων. Νοτιοδυτικά της θέσης αυτής βρίσκεται ο ναός των Αγ. Ταξιαρχών, μονόχωρος δρομικός ναός, μεταβυζαντινών χρόνων. Έχει κτιστεί στα θεμέλια παλαιότερου, ο νότιος τοίχος του οποίου χρησιμεύει σαν περίβολος.

Στον αύλειο χώρο του Προφήτη Ηλία, μεταβυζαντινών χρόνων, υπάρχει αρκετό αρχαίο υλικό δομής, που τυπικά χρησιμοποιείται στην κατασκευή των βυζαντινών ναών του Καστορίου.

Ερείπια δύο ακόμα ναών, βυζαντινών χρόνων, είναι ορατά βορειοδυτικά των ερειπίων του ναού του Αγίου Λουκά. Ο ένας, αφιερωμένος στον Αγ. Βλάσιο, έχει τρεις αψίδες, ενώ ο δεύτερος είναι μικρών διαστάσεων με μία μόνο κόγχη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αψίδα του ναού της Αγ. Σωτήρας, δυτικά του Παλαιόκαστρου, η οποία είναι κατά το ήμισυ δίπλευρη, ενώ το υπόλοιπο τμήμα της έχει κάτοψη τεταρτοκυκλίου.

Ο ναός των Αγ. Κωνσταντίνου και Ελένης βρίσκεται στα νότια του χωριού, και είναι πιθανόν να σχετίζεται με τους λαξευτούς στο βράχο τάφους. Πρόκειται για μονόχωρο ναό, με μεγάλους ορθογωνισμένους λίθους στις γωνίες του. Στα ανώτερα τμήματά του παρεμβάλλονται άτακτα πλίνθοι στους αρμούς. Ο ερειπωμένος ναός απολήγει σε ημικυλινδρική αψίδα που ακουμπά στο βράχο. Ίχνη της διακρίνονται και σε ανώτερα σημεία του φυσικού βράχου. Διασώζεται τμήμα δαπέδου ή υπόστρωμα δαπέδου στο εσωτερικό της κόγχης. Η αρχική φάση του φαίνεται να ανάγεται στη μεσοβυζαντινή περίοδο.

Λείψανα κτιρίων τα οποία ταυτίζονται με ναούς αναφέρονται και στο εσωτερικό των ακροπόλεων, ενώ αρκετά γλυπτά μέλη προερχόμενα κάποια και από θρησκευτικά κτίσματα έχουν βρεθεί στα σπίτια της σημερινής Θίσβης.