Παραδοσιακοί χοροί στη Βοιωτία

1. Μουσική και χορός

Η παραδοσιακή μουσική είναι άμεσα συνδεδεμένη με τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και το χορό και σαν ένας ζωντανός οργανισμός εξελίσσεται, μεταλάσσεται και αναδημιουργείται. ‘Οταν σταματούν να υπάρχουν οι συνθήκες δημιουργίας του, προσαρμόζεται στις νέες. Ένα είδος μουσικής εξαφανίζεται όταν χάνεται η περίσταση την οποία συνοδεύει (έθιμο, πανηγύρι). Ένα τραγούδι χάνεται όταν παύουν τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας να καταλαβαίνουν το νόημά του και κάποιες φορές παραμένει ως μουσική υπόκρουση. Ένα μουσικό όργανο χάνεται μαζί με τον οργανοποιό του, μια μελωδία μαζί με τους ερμηνευτές της, ένας χορός μαζί με τους χορευτές του, όταν αυτά παύουν να μεταδίδονται στην επόμενη γενιά.

2. Μουσικοχορευτική παράδοση

Τόσο στη Βοιωτία όσο και στην Αττική, η μουσική είναι οργανική, φωνητική και μικτή, αρκετά δε από τα μικτά είδη της είναι χορευτικά. Τα μουσικά σχήματα που υπήρχαν ήταν η ζυγιά (συνήθως με νταούλι και πίπιζα) και η κομπανία (όπου προστίθενται βιολί και σαντούρι), μαζί με τραγουδιστή. Η μουσική της ζυγιάς είχε δυνατό και διαπεραστικό ήχο, κατάλληλο για εξωτερικούς χώρους και υπαίθρια γλέντια. Παλαιότερα, οι οργανοπαίκτες της ζυγιάς ήταν τοποθετημένοι στο κέντρο του χορού και πολλές φορές ένας από αυτούς (που έπαιζε ζουρνά ή κλαρίνο) πλησίαζε τον πρωτοχορευτή και τον συνόδευε από κοντά. Η διαλεκτική σχέση οργανοπαίκτη και πρωτοχορευτή ήταν σημαντική για το γλέντι. Στην περίπτωση δημόσιων τελετουργικών χορών, τόσο οι διαπεραστικοί ήχοι της ζυγιάς (αρχικά) όσο και οι δυνατότεροι, ενισχυμένοι ήχοι της κομπανίας (μεταγενέστερα) ήταν απαραίτητοι, πόσο μάλλον όταν τα μέλη μιας κομπανίας έπαιζαν σε σταθερό σημείο. Επιπρόσθετα, το να «βγάλει» ένας παραδοσιακός οργανοπαίκτης ολόκληρο γλέντι αποτελούσε δείγμα αντοχής και ικανότητας στο παίξιμο.

3. Είδη χορευτικής μουσικής

Τη μουσική πρώτα την τραγουδούσαν κι έπειτα την χόρευαν με συνοδεία οργάνων. Εκτός από τα πομπικά τραγούδια «της στράτας», υπήρχαν τραγούδια «του τραπεζιού», ή «της τάβλας» τα οποία συνήθως εκτελούνταν αντιφωνικά σε ελεύθερο ρυθμό, ώσπου η κορύφωση του κεφιού οδηγούσε στους χορούς. Οι τοπικοί χοροί ήταν καλαματιανά (7/8), τσάμικα (τρίσημα), καγκέλια (επτάσημα/δίσημα) και μπάλλοι (δίσημοι). Οι χοροί της Βοιωτίας, όπως και η μουσική τους, είναι παρόμοιοι με αυτούς της Αττικής και Πελοποννήσου. Με αφορμή την ύπαρξη Αρβανιτών σε αυτές τις περιοχές, μπορούμε να συγκρίνουμε αρβανίτικα τραγούδια με ανάλογα ή αντίστοιχα ελληνικά, αρβανίτικα της Ελλάδας και της Κάτω Ιταλίας, αρβανίτικα και αλβανικά ή βορειοηπειρώτικα (που διαφέρουν στη γλώσσα και στο πολυφωνικό στοιχείο). Στα χορευτικά κομμάτια όμως, οι ρυθμοί και τα είδη χορών έχουν αρκετές ομοιότητες (δίσημοι, τρίσημοι, επτάσημοι, καλαματιανά-συρτά, τσάμικα). Σε πολλές περιπτώσεις μια περιοχή είχε κάποια γενικά χορευτικά κομμάτια και το κάθε χωριό είχε τοπικά μουσικοχορευτικά ιδιώματα.

Μερικά από τα παλαιότερα χορευτικά κομμάτια που ακούγονταν ήταν το «Μια Βλάχα μια παλιόβλαχα», «Παπαλάμπραινα» , «Ιτιά», «Μαντήλι Καλαματιανό», «Κόφ’ την, Ελένη, την ελιά» και άλλα. Μεταπολεμικά, τα μουσικά είδη της περιοχής εξελίσσονται από δημοτικά σε δημοτικοφανή λαϊκά. Κατά γενική ομολογία των οργανοπαικτών και διοργανωτών εκδηλώσεων, τα τελευταία χρόνια ο κόσμος δεν έχει τόσο κέφι, δεν ξεσηκώνεται συχνά στο χορό και δεν «χαρίζει» στα όργανα όπως παλαιότερα.

Οι μεγάλοι κύκλιοι χοροί των γυναικών σε πολλά χωριά της Βοιωτίας (και της Αττικής) είναι πλέον μια ανάμνηση. Παρ’ όλ’ αυτά, αξίζει να ξαναθυμηθούμε τον σκοπό και τη σημασία τους. Οι χοροί, και ιδιαίτερα τα πανηγύρια, προϋπέθεταν δίμηνες ετοιμασίες σε μοδίστρες, αφού ήταν οι μόνες ευκαιρίες των ελεύθερων γυναικών για δημόσια εμφάνιση. Γι’ αυτό και ο ρόλος του χορού ήταν η επιλογή συντρόφου, κάτι που σήμερα δεν υφίσταται ως κοινωνική ανάγκη. Στους κυριακάτικους ή εορταστικούς χορούς συμμετείχαν οι γυναίκες όλου του χωριού κατά ηλικιακή και κοινωνική σειρά, με τις «καλές» παραδοσιακές τους φορεσιές. Επικρατούσε σιωπηλός ανταγωνισμός κάλλους, συμπεριφοράς και κυρίως χορευτικών ικανοτήτων. Κάθε μεγάλος χορός του χωριού ξεκινούσε με τις ελεύθερες κοπέλες και ακολουθούσαν οι παντρεμένες, έπειτα οι μεγαλύτερες σε ηλικία, με χαρακτηριστικά γνωρίσματα τόσο στο χτένισμα όσο και στην ενδυμασία. Η τράτα ήταν γυναικείος χορός που χορευόταν σε όλες τις γιορτές του χρόνου με χαρακτηριστικό «πιάσιμο» χεριών χιαστί και αργά, λικνιστά βήματα. Συχνά την τραγουδούσαν οι χορεύτριες χωρίς συνοδεία οργάνων. ‘Ηταν δίσημος, τετράσημος ή και επτάσημος.

Οι πληροφορίες για τους χορούς της περιοχής περιλαμβάνουν και γαμήλιους χορούς, δηλαδή καλαματιανούς και συρτούς (π.χ. το «Μαντήλι καλαματιανό» από το μεταξωτό καλαματιανό μαντήλι, εθιμικό δώρο της πεθεράς στο γαμπρό), τον τρίσημο τσάμικο, τον δίσημο λουλουβίκο (ανδρικοί χοροί) και τα καγκέλια (ζευγαρωτοί ή κύκλιοι ομαδικοί χοροί). Υπήρχαν επίσης ο χορός της Κυριακής στην πλατεία, ο γεροντικός, το λεπενιώτικο καγκέλι (συρτός αλλά λίγο πιο πηδηχτός χορός σε 7/8), το καγκέλι (αντικρυστός χορος σε 2/4 με σταυρωτά βήματα όπως του συρτού, που όμως χορεύεται και σε κύκλο) κ.ά. Οι περισσότεροι από αυτούς τους χορούς ερμηνεύονταν φωνητικά και πιο σπάνια οργανικά.