Παλαιοχριστιανικές επιγραφές στη Βοιωτία (4ος-6ος αι.)

1. Εισαγωγικά

1.1. Τωρινή θέση των επιγραφών και των συλλογών

Η συγκέντρωση του υλικού για τη μελέτη των βοιωτικών επιγραφών αποτελεί επίπονο έργο. Κατ’ αρχάς, μεγάλος αριθμός λίθων έχει χαθεί, ιδιαίτερα έπειτα από σεισμούς (κυρίως μετά το σεισμό του 1981). Δεύτερον, πολλές πλίνθοι χρησιμοποιήθηκαν εκ νέου κατά τη δόμηση εκκλησιών και παρεκκλησίων και η πρόσβαση σε αυτές είναι δυσχερής. Επιπλέον, η επίσκεψη των διάφορων επιγραφικών συλλογών που διατηρούνται στη Βοιωτία δεν είναι πάντα εφικτή. Υπάρχουν τέσσερις βασικές συλλογές: στο Μουσείο της Θήβας, στο Σχηματάρι (εξωτερική, αποθετική), τις Θεσπιές (μικρή εξωτερική, αποθετική) και τη Χαιρώνεια (μικρή εξωτερική, αποθετική). Πολύ πρόσφατα ο Γιάννης Καλλιότζης, διδακτορικός φοιτητής του M.D. Knoepfler, κατάρτισε έναν κατάλογο (προς το παρόν αδημοσίευτο) όλων των επιγραφών που βρίσκονται στον περίβολο του Μουσείου της Θήβας. Χάρη στην ευγενή καλοσύνη της Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων της Θήβας, υπό τη διεύθυνση του Βασίλη Αραβαντινού μέχρι το Νοέμβριο του 2011, έγινε δυνατή η πρόσβασή μας σε όλες αυτές τις συλλογές, καθώς και η χρήση των καταλόγων και ευρετηρίων των πλίνθων που διατηρεί η Εφορεία. Στους καταλόγους αυτούς αναγράφεται ο αριθμός ευρετηρίου κάθε λίθου στην τρέχουσα θέση του, δίνεται μια σύντομη περιγραφή της πλίνθου, μια μεταγραφή του κειμένου της επιγραφής και ενίοτε κάποιες βιβλιογραφικές αναφορές. Πέρα από τις επιγραφές σε λίθους, έχουμε επίσης λάβει υπόψη επιγραφές σε ψηφιδωτά (ιδίως ψηφιδωτά δαπέδου).

1.2. Γεωγραφική και χρονολογική οριοθέτηση

Ο ακριβής προσδιορισμός του ερευνητικού πεδίου μας δεν μπορεί να γίνει με όρους αρχαίας γεωγραφίας, καθώς τα διοικητικά όρια της Βοιωτίας μετατοπίζονταν ανά περιόδους. Επιλέξαμε να εστιάσουμε στις πόλεις που παραδοσιακά ανήκαν στη Βοιωτία, εξαιρώντας τις πόλεις της Λοκρίδας (Oπούς, Αλαί, Βουμελιταία) καθώς και τα Μέγαρα και τον Ωρωπό, η συμμετοχή των οποίων στη συμπολιτεία δεν υπήρξε ποτέ σταθερή. Συγκεκριμένα, επικεντρωνόμαστε στη Θήβα, την Τανάγρα, την Κορώνεια, τη Λιβαδειά, τις Θεσπιές και τις Πλαταιές της περιόδου από τον 4ο μέχρι τον 6ο αιώνα και το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού Α΄.

1.3. Έρευνα και δημοσιεύσεις σχετικά με τις επιγραφές

Κάποιες από αυτές τις βοιωτικές επιγραφές από την Ύστερη Αρχαιότητα μελετήθηκαν ή περιλήφθηκαν σε πολλά βιβλία και άρθρα, όπως εκείνα των Μ. Guarducci, D.W. Roller και F.R. Trombley. Ορισμένες πρώιμες βυζαντινές επιγραφές, αναθηματικές ή επιτύμβιες, χριστιανικού ή παγανιστικού χαρακτήρα, έχουν συγκεντρωθεί σε επιγραφικά corpora που σχετίζονται με τη Βοιωτία. Εκτός από τον έβδομο τόμο του Inscriptiones Graecae του W. Dittenberg, υπάρχουν τα γεωγραφικά corpora των P. Roesch και A. Plassart για τις Θεσπιές, L. Darmezin για την Κορώνεια και D.W. Roller για την Τανάγρα. Χρήσιμες είναι επίσης οι θεματικές μελέτες, με πρώτη εκείνη του J.M. Fossey, ο οποίος απογράφει τη συλλογή αυτοκρατορικών αναθημάτων που ανακαλύφθηκαν στη Βοιωτία και περιλαμβάνει γεωγραφικά και χρονολογικά στατιστικά στοιχεία. Στην πλειονότητά τους, οι όψιμες αυτές επιγραφές δεν έχουν μελετηθεί ξανά μετά το Inscriptiones Graecae. Τέλος, οι ανασκαφές που διενεργεί η Εφορεία της Θήβας σε πολλές περιπτώσεις έχουν φέρει στο φως επιγραφικό υλικό, το οποίο καταγράφεται στο Αρχαιολογικόν Δελτίον. Από πλευράς μας, έχουμε παρακολουθήσει ανασκαφές, καθώς και αναδιφήσεις στις διάφορες επιγραφικές συλλογές, έχοντας επίσης ποριστεί υλικό από επιγραφικά corpora και λαμβάνοντας υπόψη πρόσφατα ευρήματα της Εφορείας. Τα ερευνητικά μας πορίσματα παρουσιάζονται στο Foschia, L., Corpus des inscriptions protobyzantines de Béotie (διατριβή που εκπονήθηκε στη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή το 2004, υπό έκδ.).

2. Το corpus των πρώιμων βυζαντινών επιγραφών της Βοιωτίας

Το corpus περιέχει ένα σύνολο εξήντα τεσσάρων (64) επιγραφών οργανωμένων θεματικά. Μια ομάδα 12 επιγραφών εμπίπτουν στην κατηγορία των αυτοκρατορικών αναθημάτων, δηλαδή έχουν συντεθεί προς τιμήν αυτοκρατόρων ή μελών της αυτοκρατορικής οικογένειας. Η ομάδα αυτή περιλαμβάνει επιγραφές πάνω σε αγάλματα, καθώς και σε ένα οδόσημο. Μια δεύτερη ομάδα σχηματίζεται από 19 έμμετρες επιγραφές, που αποτελούν την πλέον ενδιαφέρουσα περίπτωση στη βοιωτική επιγραφική της Ύστερης Αρχαιότητας. Εδώ θα παρουσιάσουμε συνοπτικά κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα από αυτές τις δύο ομάδες. Οι υπόλοιπες 34 είναι μη επιγραμματικές επιτύμβιες επιγραφές (23), μη επιτύμβιες χριστιανικές επιγραφές και τέσσερα κείμενα ποικίλου περιεχομένου, ορισμένα αταύτιστα. Από τις μη επιγραμματικές επιτύμβιες επιγραφές, πολλές περιορίζονται εκφραστικά στο ελάχιστο, δηλαδή στο όνομα του νεκρού. Ελλείψει χώρου, στο λήμμα αυτό δε θα αναφερθούμε περισσότερο στην ομάδα αυτή. Αρκεί να αναφερθεί ένα από πολλά ενδιαφέροντα κείμενα, η αδημοσίευτη επιγραφή για το «Χριστιανό Σωτήριχο, μάρτυρα του Υψίστου Θεού» (Foschia, αρ. 59), που χρονολογείται τον 4ο ή 5ο αιώνα.

2.1. Αυτοκρατορικά αναθήματα

Τα αυτοκρατορικά αναθήματα από τη Θήβα, τις Θεσπιές και το μοναστήρι του Οσίου Λουκά χρονολογούνται από τα τέλη του 3ου και τον 4ο αιώνα. Περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, επιγραφές αφιερωμένες στο Λικίνιο, τον Κωνσταντίνο Α΄, τον Κωνστάντιο το Χλωρό, τη Γαλερία Ουαλερία (κόρη του Διοκλητιανού, παντρεύτηκε το Γαλέριο το 292), το Ουαλεντινιανό, τον Αρκάδιο. Μία είναι αφιερωμένη στον Κωνσταντίνο, τους γιους του, καθώς και τον Ουάλεντα και το Ουαλεντινιανό· τέλος, ένα οδόσημο φέρει δύο επιγραφές προς τιμήν «Κωνσταντίνου και Μαξιμιανού και των Καισάρων των ετών 323-326» (χρονολογία των επιγραφών: 305-306 και 317-323, IG VII, 2451· II, 2451).

2.2. Έμμετρες επιγραφές

Τα επιγράμματα αποτελούν σαφώς την πιο ενδιαφέρουσα ομάδα. Ορισμένα αφιερώνονται σε κυβερνήτες και προσγράφονται στην όψιμη αυτοκρατορική παράδοση που αναλύεται σε βάθος από το Louis Robert στο Epigrammes du Bas-Empire (Hellenica IV, 1948). Άλλα ανήκουν σε μια χριστιανική επιγραφική παράδοση που ξεκινά στα τέλη του 3ου αιώνα και χαρακτηρίζεται από χρήση λεξιλογίου και ύφους τα οποία προέρχονται από την επική γραμματεία ή από αρχαία πρότυπα. Μετά τα Oracula Sibyllina του 3ου αιώνα και το corpus του Γρηγορίου Ναζιανζηνού τον 4ο, το είδος αναπτύσσεται τον 5ο αιώνα με το Νόννο τον Πανοπολίτη, που μετέγραψε το Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο σε εξάμετρο, αλλά και με τον επίσκοπο Πατρίκιο, συγγραφέα ενός Βίου του Χριστού για τη σύνθεση του οποίου χρησιμοποιήθηκαν ομηρικά παραθέματα· το ημιτελές αυτό έργο ολοκληρώθηκε από την αυτοκράτειρα Ευδοκία. Ομοίως, παραθέματα από την Ιλιάδα ή την Οδύσσεια απαντούν συχνά σε χριστιανικές επιγραφές και κείμενα από τα τέλη του 4ου αιώνα. Από τα επιγραμματικά κείμενα που έχουμε ταυτίσει επιλέγουμε να παρουσιάσουμε ορισμένα χάριν παραδείγματος.

2.2.1. Η επιγραφή του Φιλομένους

Το πρώτο κείμενο που θα εξετάσουμε προέρχεται από την Τανάγρα (Σχηματάρι) και είναι μία από τις μακροσκελέστερες πρώιμες χριστιανικές επιγραφές που βρέθηκαν σε ανασκαφή στην Ελλάδα. Ανακαλύφθηκε από το Ν. Πλάτωνα και δημοσιεύτηκε από τους W.H. Calder και M. Guarducci. Το πρώτο μέρος της επιγραφής αποτελείται μόνο από το 1.1: [Φ]ιλ[ο]μένης μερόπεσσι κ(αὶ) ἐσσομένοις τάδε τεύχειν («Ο Φιλομένης ζητά από τους συγκαιρινούς και τους μελλόμενους να κάνουν τα εξής»). Το δεύτερο μέρος (1.2-24) απαριθμεί μια σειρά εντολών που αφορούν το θείο –στο οποίο αρμόζουν ύμνοι–, τους νεκρούς, τους απόρους και, τέλος, τη διαφύλαξη του ναού και των προσκτισμάτων του. Το τρίτο μέρος (1.25-27) περιγράφει τα ευεργετήματα που θα απολαύσουν όσοι τηρήσουν αυτές τις εντολές, ενώ το τελευταίο μέρος της επιγραφής (1.28-40) αποτελείται από απειλές ενάντια σε πιθανούς τυμβωρύχους.

2.2.2. Τέσσερις ομάδες επιγραμμάτων

Τέσσερις ομάδες, καθεμία από τις οποίες περιλαμβάνει τρία επιγράμματα με ίχνη ομηρικών επιδράσεων, έχουν ταυτιστεί στη Θήβα και στην Τανάγρα. Η πρώτη είναι του ψηφιδωτού των Μηνών: στα τρία επιγράμματα που ενσωματώνονται σε αυτό καταγράφονται πληροφορίες σχετικά με τη δημιουργία του ψηφιδωτού και κατονομάζονται οι τεχνίτες (Foschia, αρ. 23-25). Τα επιγράμματα αυτά χρονολογούνται από τις αρχές του 6ου αιώνα. Η δεύτερη ομάδα, που ανάγεται στην ίδια περίοδο, αποτελείται από τρία επιτύμβια επιγράμματα για μια γυναίκα ονόματι Σκεπτιανή (IG VII, 1686-1688), χαραγμένα σε δύο πλίνθους, από τις οποίες σήμερα σώζεται μόνο η μία. Η τρίτη συλλογή είναι επιτύμβια και βρίσκεται εγχάρακτη σε ένα μεγάλο κομμάτι μαύρο μάρμαρο από την Τανάγρα (IG VII, 582-584). Και αυτά τα τρία επιγράμματα έχουν ύφος επικό· δεν αναφέρουν μεν το όνομα του αποθανόντος, καταριούνται όμως όσους χλευάζουν τους νεκρούς. Το κύριο χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναμειγνύουν παιγνιωδώς επικές εκφράσεις με ένα χριστιανικό-βιβλικό λεξιλόγιο. Η τέταρτη και τελευταία ομάδα επιγραμμάτων είναι χαραγμένη σε δύο όψεις μιας σαρκοφάγου που βρίσκεται στην αψίδα της μικρής εκκλησίας του Αγίου Λουκά στη Θήβα (IG VII, 2543-2545).