Θρησκευτικές μεταβολές στη Βοιωτία κατά την Ύστερη Αρχαιότητα (3ος-7ος αι.)

1. Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

1.1. Περιεχόμενα του λήμματος

Στο λήμμα αυτό εξετάζουμε τις όψιμες εκφάνσεις παραδοσιακών λατρειών στην Βοιωτία (πολυθεϊσμός, παγανισμός) και τον ενοφθαλμισμό του χριστιανισμού. Δεν θα αναφερθούμε στον ιουδαϊσμό, μολονότι πιθανότατα υπήρχαν εβραϊκές κοινότητες στην Βοιωτία κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει, καθώς δεν υπάρχουν αρχαιολογικά τεκμήρια της παρουσίας τους πριν από τον Μεσαίωνα (βλ. τις εργασία του S. Bowman στην βιβλιογραφία του λήμματος).

1.2. Βιβλιογραφία – Ιστοριογραφία – Πηγές

Η βιβλιογραφία είναι παρωχημένη. Το έργο του Κεραμόπουλου παραμένει πολύτιμο παρότι οι αρχαιολογικές ανασκαφές και οι επιφανειακές έρευνες μετά το 1917 οδήγησαν στην ανακάλυψη πολλών νέων στοιχείων για ολόκληρη την αρχαία περίοδο. Ωστόσο η Ύστερη Αρχαιότητα και οι αρχές της Βυζαντινής περιόδου εξακολουθούν να μην αντιπροσωπεύονται επαρκώς από τεκμηριωτικής άποψης. Οι πηγές μας είναι πρωτίστως αρχαιολογικές και επιγραφικές. Δυστυχώς, οι πηγές της γραμματείας σχετικά με την θρησκευτική ζωή στη Βοιωτία κατά την ύστερη αρχαία περίοδο είναι ιδιαίτερα σπάνιες.

2. Τελευταίες εκδηλώσεις των εθνικών θρησκειών

Οι τελευταίες ενδείξεις ύπαρξης παγανιστικών λατρευτικών πρακτικών είναι ελάχιστες και ενίοτε δυσταύτιστες. Πρέπει να έχει κανείς κατά νουν ότι η καταστροφή ή το κλείσιμο ενός ναού δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην και το τέλος μιας λατρείας. Οι εθνικοί της πρώιμης βυζαντινής περιόδου συχνά κατέφευγαν στην κατ’ οίκον λατρεία, σε πλαίσιο οικιακό, προκειμένου να αποφύγουν τις απαγορεύσεις που επέβαλλαν οι αυτοκρατορικοί νόμοι.

Στην Θήβα, ο ναός του Ισθμίου Απόλλωνος πρέπει να εγκαταλείφθηκε μετά την βασιλεία των Ουάλεντος και Βαλεντινιανού. Ο ιερός περίβολος βρισκόταν πάνω σε έναν λόφο έξω από τα τείχη που περιέβαλλαν την Καδμεία και πιθανόν χρησιμοποιήθηκε ως χριστιανική νεκρόπολη τον 4ο αιώνα. Η όψιμη αυτή χρήση του ως χριστιανικής νεκροπόλεως έχει τις παραλλήλους της σε άλλες περιοχές της Αυτοκρατορίας. Τα τείχη του ναού είναι κυριολεκτικά διάτρητα από κατοπινούς χριστιανικούς τάφους, που περιέχουν κεραμικά χαρακτηριστικά της εποχής, καθώς και παλαιοχριστανικούς λύχνους. Πρόκειται για μέσο που ενίοτε μετέρχονταν οι χριστιανικές κοινότητες και οι αρχές τους για να «βεβηλώσουν» τόπους εθνικής λατρείας, με τους τάφους να συνιστούν εργαλείο άρσης της ιερότητας λατρευτικών κτιρίων.

Γνωρίζουμε την ύπαρξη ενός μεγάλου σπαράγματος μωσαϊκού που φέρει την επιγραφή «Μούσα»: βρίσκεται σήμερα στην είσοδο του μικρού μουσείου του Διστόμου, κοντά στον Άγιο Λουκά. Αυτό όμως δεν τεκμηριώνει οπωσδήποτε την λατρεία της Μούσας ή των Μουσών. Αποτελεί μάλλον ίχνος της συνέχειας και της διάρκειας της ελληνικής παιδείας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα.

Η πλέον όψιμη χρονολογήσιμη μαρτυρία εθνικής λατρείας είναι ίσως μια επιγραφή στο «Μωσαϊκό των Μηνών», που βρέθηκε στην ανασκαφή μιας παλαιοχριστιανικής βασιλικής στην Θήβα. Η επιγραφή, χρονολογούμενη από τον 6ο αιώνα, γράφει: «ΠΟΛΛΗΣ ΜΕΤΕΙΧΟΝ ΑΠΡΕΠΟΥΣ ΘΕΑΣ /ΑΛΛΑ ΜΕ Ο ΣΕΜΝΟΣ ΚΑΙ ΣΟΦΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΟΣΤΑΝΤΙΝΟΣ /ΕΔΙΞΕΝ ΟΥΤΟ ΠΕΡΙΦΑΝΩΣ ΗΣΚ(ΗΜ)ΕΝΟΝ». Η σημασία της παραμένει ασαφής, αλλά μπορούμε να εικάσουμε ότι ο Κωνσταντίνος ενδεχομένως ήταν επίσκοπος Θηβών, ενώ το υποκείμενο του κειμένου της επιγραφής ίσως είναι το ίδιο το μωσαϊκό ή το κτίριο: ίσως δηλαδή στο παρελθόν να ήταν αφιερωμένο σε κοσμικές ή εθνικές χρήσεις και μετά να μετατράπηκε σε τόπο χριστιανικής λατρείας.

3. Ο εκχριστιανισμός της Βοιωτίας (3ος-7ο αι.)

3.1. Η διεργασία του εκχριστιανισμού

Ελάχιστες λεπτομέρεις γνωρίζουμε για την διεργασία του εκχριστιανισμού. Έργο αναφοράς, το οποίο παραμένει η μόνη συνθετική μελέτη, είναι του Α. Δ. Κεραμόπουλου, «Ἀνασκαφαἰ ἐν Θήβαις», Αρχαιολογικόν Δελτίον 3 (1917), σελ. 1-503. Ο Κεραμόπουλος εξηγεί ότι υπήρχαν χριστιανοί στην Θήβα από την εποχή του Παύλου και είχαν κατασκευάσει κατακόμβες όπου πιθανόν τελούσαν την λατρεία τους. Ανασκάπτοντας τις κατακόμβες, ο Κεραμόπουλος ανακάλυψε μια αξιοπρόσεκτη τοιχογραφία με παράσταση του Χριστού, σύμφωνα με την επιγραφή IC-ΧΡ.

Η σταδιακή διείσδυση του χριστιανισμού τεκμηριώνεται πρωτίστως από την τοποθέτηση των κοιμητηρίων. Στην Θήβα μπορούμε να διακρίνουμε τρεις φάσεις της. Κατά την πρώτη (303-311), οι χριστιανοί εγκαθιστούσαν τους τάφους τους μέσα στους τάφους της ελλαδικής περιόδου, οι οποίοι είχαν μείνει αχρησιμοποίητοι από τότε. Συγχρόνως, τάφοι εθνικών συνέχιζαν να κατασκευάζονται κατά μήκος των κυριότερων οδών που οδηγούσαν στην πόλη. Η δεύτερη φάση, αμέσως μετά την βασιλεία του Κωνσταντίνου, αντιστοιχεί στην εμφάνιση ενός νέου εθίμου: οι οικογένειες των νεκρών συνέλεγαν τα οστά από παλαιότερους τάφους και τα αναδιέτασσαν αλλού σε οστεοφυλάκια. Δεν γνωρίζουμε αν επρόκειτο για χριστιανούς ή εθνικούς. Σε μια τρίτη φάση, η οποία αρχίζει στα τέλη του 4ου αιώνα, οι τάφοι τοποθετούνται μέσα στην πόλη, συχνά σε μια βασιλική ή στον αίθριου (πρακτική αναμφίβολα επηρεασμένη από την παράδοση της τοποθέτησης λειψάνων των μαρτύρων στις εκκλησίες).

3.2. Οι επισκοπές της Βοιωτίας

Γνωρίζουμε ότι από τα μέσα του 4ου αι. οι σημαντικότερες πόλεις της Βοιωτίας διέθεταν επίσκοπο. Σαφείς μαρτυρίες επισκοπικής έδρας υπάρχουν για την Θήβα, τις Θεσπιές, την Τανάγρα, τις Πλαταιές και την Κορώνεια, ωστόσο και άλλες πόλεις ίσως είχαν επισκόπους. Μια πρωτοβυζαντινή επιγραφή μας δίνει το όνομα ενός επισκόπου, του Διονυσίου Πλαταιών (IGVII, 1683), δυστυχώς όμως δεν μπορούμε να την χρονολογήσουμε με ακρίβεια.

3.3. Παλαιοχριστανικές εκκλησίες στην Βοιωτία (3ος – 7ο αι.)

Το λεγόμενο «Μωσαϊκό των Μηνών», που ήδη αναφέραμε, απεικονίζει αλληγορικά τους μήνες, μαζί με μη παραστατικά μοτίβα και σκηνές κυνηγίου (εικ. 4). Περιλαμβάνει επίσης τρεις επιγραμματικές επιγραφές που μοιάζουν να σημαίνουν ότι το κτίριο, στο οποίο βρέθηκε το μωσαϊκό, ήταν μάλλον βασιλική εκκλησία. Οι επιγραφές αυτές καταγράφουν τα ονόματα των υπεύθυνων για την ανέγερση του κτιρίου και του δημιουργού του μωσαϊκού: έτσι μαθαίνουμε ότι ο διάκοσμος σχεδιάστηκε και φιλοτεχνήθηκε από κάποιον Δημήτριο με την βοήθεια ενός Επιφανούς, υπό την καθοδήγηση ενός κληρικού ονόματι Παύλος. Το κτίριο ανεγέρθηκε από κάποιον Κωνσταντίνο, επίσης κληρικό, ενδεχομένως επίσκοπο (για το κείμενο των επιγραφών, βλ. παράρτημα παραθεμάτων). Από το κείμενο αυτών τον επιγραφών συνάγεται ότι η εκκλησία, αναμφίβολα μεγάλης σημασίας, οικοδομήθηκε σε βέβηλο χώρο ή και χώρο αφιερωμένο σε εθνική λατρεία. Κρίνοντας από το είδος των γραμμάτων της επιγραφής, το κτίριο πιθανόν ανάγεται στο πρώτο μισό του 6ου αιώνα.

Στην ανασκαφή της αρχαίας πόλης των Θεσπιών, κοντά στο χωριό Ξηρονομή, ανακαλύφθηκαν δύο βάθρα [εικ. 1-3], τα οποία ο Δ. Πάλλας περιγράφει ως εξής: «ανήκουν σε μια κιονοστοιχία, [είναι] διακοσμημένα, το ένα με χρίσμα σε κύκλο που μιμείται μιαν ίριδα [εικ. 2], το άλλο με έναν σταυρό στις πλευρές του οποίου βρίσκονται αντικρυστά δυο πουλιά, με τα αποκαλυπτικά γράμματα Α-Ω κάτω από τη διαμήκη κόχη [transverse bar] και δύο διαμάντια [εικ. 3]». Ο Δ. Πάλλας εκτιμά πως προέρχονται από εκκλησία του 7ου αιώνα. Σήμερα φυλάσσονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Θήβας.

Ερείπια πολλών άλλων παλαιοχριστιανικών εκκλησιών έχουν βρεθεί στην Βοιωτία, ελάχιστα όμως έχουν ανασκαφεί κανονικά. Παραμένει ανεξακρίβωτη η ταυτότητά τους ως τόπων χριστιανικής λατρείας και η χρονολόγησή τους συχνά παρουσιάζει προβλήματα. Στο Πλατανάκι, κοντά στην λίμνη Υλίκη, έχουν βρεθεί ερείπια μιας βασιλικής και πολλά μαρμάρινα γλυπτά της. Στον κόλπο της Δομβραίνας, στο νησάκι Κουβέλι, έχει βρεθεί μικρή εκκλησία που πιθανόν ανάγεται στην πρώιμη βυζαντινή περίοδο (3ος-7ο αι.). Στο Δίπορτο (στην Μακρόνησο), στα περίχωρα της Θίσβης (βυζαντινό Καστόριον), έχει αναγνωριστεί ένα σύμπλεγμα κτιρίων που περιλαμβάνει μια δομή αψίδας σε νάρθηκα [nave] που πρέπει να ανήκει σε εκκλησία (8.3 x 2.1 μ) και μια μεγάλη στέρνα. Η ημικυκλική αψίδα βρίσκεται στα ανατολικά, όπως επέβαλλε η παράδοση των χριστιανικών εκκλησιών. Στη βόρεια και τη νότια πλευρά του κτιρίου, τοίχοι άλλων οικοδομών εφάπτονται στην εκκλησία, συνεπώς πρέπει να επρόκειτο για αρκετά σημαντικό εκκλησιαστικό σύμπλεγμα, αποτελούμενο από τουλάχιστον δέκα διακριτά σκέλη. Επίσης στην Μακρόνησο, στα βόρεια της ανασκαφής του Διπόρτου, έχει αναγνωριστεί μια άλλη παλαιοχριστιανική: μια μικρή (6,17 x 2,48 μ) εκκλησία με ένα κλείτος. Αυτές οι δύο εκκλησίες οδήγησαν τον T.E. Gregory στην υπόθεση ότι στην περιοχή ενδεχομένως βρισκόταν ένα μοναστικό σύμπλεγμα. Καθώς όμως το αρχιτεκτονικό σύνολο είχε χτιστεί σε μια θέση από την οποία αντικρύζει απευθείας την θάλασσα, ο Gregory εντέλει υπέθεσε ότι η λειτουργία του πρέπει να ήταν εμπορική και όχι μοναστική. Ωστόσο ο θαλάσσιος προσανατολισμός δεν αποκλείει κατ’ ανάγκην την δυνατότητα απόσυρσης που επιζητά ο μοναχισμός, ενώ τα τεκμήρια δεν επιτρέπουν απόφανση υπέρ της μιας ή της άλλης εκδοχής.

Αντίστοιχες εκκλησίες ανήγειραν κάποιες φορές οι μεγαλογαιοκτήμονες που επεδίωκαν να αποφύγουν τους φόρους και τις επαχθείς οικονομικές υποχρεώσεις που βάραιναν τις τάξεις τωνΒουλευτών. Αυτό το φαινόμενο εξηγεί, για παράδειγμα, την ανέγερση και τον διάκοσμο βασιλικών όπως αυτή στα Δαφνούσια της Λοκρίδας.

3.4. Ένας άγιος και ένας μάρτυρας

Στην παλαιοχριστιανική Βοιωτία απαντούν στοιχεία της ύπαρξης ενός αγίου και ενός μάρτυρα. Σε μία επιγραφή αναφέρεται ένας ορισμένος άγιος Τυχικός (Ὁ δεῖνα ἐκ τ]ῶν εἰδίων τῷ ἁγίῳ Τυχικ[ῷ]), η οποία ασφαλώς υποδηλώνει αφιέρωση κάποιου αδιευκρίνιστου περιουσιακού στοιχείου στην εκκλησία ή στο μαρτύριο του αγίου Τυχικού (IGVII, 1682). Η επιγραφή θεωρείται του 5ου ή 6ου αιώνα.

Σε μια ανέκδοτη επιγραφή από την Τανάγρα (θα δημοσιευτεί εντός corpus από την Laurence Foschia) εμφανίζεται ο μάρτυρας Σωτήριχος: «Σωτήριχος χρειστιανός | < μάρτυς Θεοῦ Ὑψίστου». Παλαιογραφικές ενδείξεις υποδηλώνουν ότι η επιγραφή ανάγεται στον 4ο ή 5ο αιώνα.