Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία ΙΔΡΥΜΑ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ
Main Image
 
 

Θεματικός Κατάλογος

empty
empty
 

Το έργο

empty
empty
arrow

Σύντομη Περιγραφή

arrow

Μεθοδολογία

arrow

Συντελεστές

 
 

Οικιστική αρχιτεκτονική στη Βοιωτία του Ύστερου Μεσαίωνα και των Οθωμανικών χρόνων

      Housing architecture in late Medieval and Ottoman Boeotia (8/4/2011 v.1) Οικιστική αρχιτεκτονική στη Βοιωτία του Ύστερου Μεσαίωνα και των Οθωμανικών χρόνων (5/5/2011 v.1)
line

Συγγραφή : Piccoli Chiara , Βιώνης Αθανάσιος (9/10/2011)
Μετάφραση : Ανδριοπούλου Βέρα

Για παραπομπή: Piccoli Chiara, Βιώνης Αθανάσιος, «Οικιστική αρχιτεκτονική στη Βοιωτία του Ύστερου Μεσαίωνα και των Οθωμανικών χρόνων»,
Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Βοιωτία

URL: <http://www.ehw.gr/l.aspx?id=14522>

 
 

1. Οικιστική αρχιτεκτονική στη Βοιωτία από τον Ύστερο Μεσαίωνα έως το 16ο αιώνα

Η οικιστική αρχιτεκτονική και οι τύποι των σπιτιών σε όλο τον ύστερο Μεσαίωνα δε μεταβλήθηκαν ιδιαίτερα σε περιοχές όπου προϋπήρχαν αστικές κοινότητες, όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Κόρινθος και η Θήβα. Τα αρχαιολογικά δεδομένα δείχνουν ότι η οικιστική αρχιτεκτονική από το 13ο έως το 15ο αιώνα διατήρησε τα προηγούμενα χαρακτηριστικά της, δηλαδή τα δωμάτια περιέβαλλαν μία κεντρική εσωτερική αυλή. Συχνά οι κάτοικοι πρόσθεταν επιπλέον δωμάτια μέσα στην αυλή, ώστε να μεγαλώσει ο χώρος του σπιτιού. Παρ’ όλα αυτά τα αρχαιολογικά ευρήματα για τους οικισμούς της υπαίθρου στη Βοιωτία κατά τον Ύστερο Μεσαίωνα (περίοδος Φραγκοκρατίας) και την Πρώιμη Οθωμανική περίοδο είναι ακόμα περιορισμένα. Η ταυτοποίηση των αγροτικών οικισμών μεταξύ του 13ου και του 16ου/17ου αιώνα βασίζεται ακόμα στην επιφανειακή έρευνα, τον εντοπισμό ερειπωμένων πύργων, τα κατάλοιπα μακρόστενων σπιτιών και τα συγκεντρωμένα κεραμικά ευρήματα, εξαιτίας της απουσίας συστηματικής ανασκαφής στην περιοχή.

Δύο ξεχωριστοί τύποι οικιακής αρχιτεκτονικής κυριαρχούν στις αγροτικές περιοχές της Βοιωτίας: α) οι «φεουδαρχικοί» πολυώροφοι πύργοι που χτίστηκαν το 13ο αιώνα κοντά ή μέσα στα όρια υπαρχόντων βυζαντινών οικισμών και β) το λεγόμενο μονόσπιτο, μια απλή κατασκευή ιδιαίτερα συνηθισμένη σε όλη την Ελλάδα, που πιθανώς πρωτοεμφανίστηκε στη Βοιωτία το 13ο/14ο αιώνα και επιβίωσε σε όλη τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου έως το 19ο αιώνα.

1.1. Πύργοι

Στο μικρό οχυρωμένο υστερομεσαιωνικό οικισμό Πάνακτο στη Βοιωτία (εικ. 1 και 2), η ανασκαφική έρευνα έφερε στο φως έναν τετράγωνο πύργο στο υψηλότερο σημείο του λόφου, διαστάσεων 7x7 μ., ένα μονόκλιτο ναό που δεσπόζει στο οροπέδιο και μια σειρά από οικιακά κτίσματα, αποτελούμενα από ένα, δύο ή τρία δωμάτια με διάφορες λειτουργίες (ένα από αυτά χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη και χώρος μαγειρέματος). Εξίσου σημαντικές πληροφορίες για την οικιστική αρχιτεκτονική της περιόδου μάς έρχονται και από τον πύργο της Κληματαριάς (εικ. 1) κοντά στη λίμνη Υλίκη. Η γενική κάτοψη της περιοχής (εικ. 3) δείχνει τη διάταξη των χώρων γύρω από μία μεγάλη τετράγωνη εσωτερική αυλή. Στο επίκεντρο του συγκροτήματος βρίσκεται ο πολυώροφος πύργος στο κέντρο της δυτικής πτέρυγας δωματίων. Ο πύργος, διαστάσεων 5,23x6,92 μ., αγροικιακός ως προς τον τύπο, πιθανώς αποτελούσε την οικία του ιδιοκτήτη, εντασσόταν οργανικά στο συγκρότημα και αποτελούνταν από μακρόστενα δωμάτια διάφορων διαστάσεων. Ένα τρίτο συγκρότημα με πύργο, η Παναγιά στην Κοιλάδα των Μουσών, παρουσιάζει παρόμοια διάταξη με αυτή του Πανάκτου: ένας φεουδαρχικός πύργος κτισμένος στις αρχές του 13ου αιώνα βρίσκεται στο υψηλότερο σημείο του οικισμού, ενώ υπάρχουν και τα ερείπια ενός μονόκλιτου ναού και κατάλοιπα από οικίες (εικ. 4), με μέση διάσταση περίπου 12x6 μ.

Οι φράγκικοι πύργοι της Βοιωτίας σχεδόν πάντα συνδέονται με την ύπαρξη μόνιμου οικισμού στην ευρύτερη περιοχή ή ακριβώς από κάτω τους. Παράλληλα, θεωρείται ότι λειτουργούσαν και ως κέντρα ελέγχου των αγροτικών κοινοτήτων της περιοχής για την εκμετάλλευση της γης γύρω τους, ενώ ήταν και η οικία του τοπικού κατώτερου άρχοντα, καθώς και τόπος συγκέντρωσης των φεουδαρχικών προσόδων. Οι περισσότεροι έφταναν σε ύψος τα 15 μέτρα ή και παραπάνω, με διαστάσεις περίπου 7x7 και 9x9 μ., και ήταν πολυώροφοι με χοντρούς τοίχους (στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελούνταν από ένα υπόγειο και τρεις επιπλέον ορόφους). Συχνά, υλικά από κλασικά κτίσματα επαναχρησιμοποιούνταν, αλλά ο κύριος όγκος της κατασκευής ήταν φτιαγμένος από ακατέργαστους λίθους (εικ. 5). Η είσοδος βρισκόταν στον όροφο πάνω από το υπόγειο, ενώ μια σειρά από τρύπες στην πρόσοψη πάνω από την είσοδο υποδεικνύουν την ύπαρξη μιας (μόνιμης) ξύλινης σκάλας. Διάφορα κενά και μικρά παράθυρα στους πάνω ορόφους επέτρεπαν τη διείσδυση αέρα και φωτός στο εσωτερικό. Η πρόσβαση από το ισόγειο στον πρώτο όροφο ήταν δυνατή συνήθως μέσω ενός τετράγωνου ανοίγματος στη θολωτή οροφή του ισογείου. Το υπόγειο πιθανώς χρησίμευε ως αποθηκευτικός χώρος ή δεξαμενή. Όλα τα δάπεδα ήταν ξύλινα με δοκάρια, ενώ ο τελευταίος όροφος ήταν πάντα θολοσκεπής. Εικάζεται ότι ο πρώτος όροφος λειτουργούσε ως προθάλαμος ή κουζίνα, ενώ τα ιδιαίτερα δωμάτια βρίσκονταν στον πάνω όροφο. Κτιστές εστίες, όπως αυτή που σώζεται στο νότιο τοίχο του πύργου της Παναγιάς, στον πρώτο όροφο (εικ. 6), πρέπει να λειτουργούσαν τόσο για το μαγείρεμα όσο και για τη θέρμανση κατά τη διάρκεια των κρύων χειμωνιάτικων μηνών.

1.2. Μονόσπιτα

Στοιχεία για τις αγροτικές κατοικίες στη Βοιωτία από το 13ο έως το 16ο/17ο αιώνα παίρνουμε από τις προαναφερθείσες περιοχές του Πανάκτου, της Κληματαριάς και της Παναγιάς. Φαίνεται ότι γεωγραφικοί, κλιματικοί και οικονομικοί παράγοντες καθόριζαν και τον τρόπο κατασκευής του σπιτιού. Στις πεδιάδες, οι μονώροφες κατοικίες (μονόσπιτα) ήταν κατασκευασμένες κυρίως από πλίνθους με αχυρένιες σκεπές, ενώ σε άλλες περιοχές τα μονόσπιτα κτίζονταν με αδρά κομμένους ασβεστόλιθους από τη γύρω περιοχή, που συνδέονταν συχνά με κονίαμα από λάσπη, ενώ είχαν κεραμιδένιες στέγες. Τα μονόσπιτα κτίζονταν σύμφωνα με την κλίση του εδάφους, συνήθως με κατεύθυνση βορρά-νότου, ενώ η είσοδός τους βρισκόταν σε μία από τις μακρές πλευρές. Το μέγεθός τους κυμαινόταν μεταξύ 45 και 100 τ.μ.

Αυτός ο «μακρόβιος» τύπος αγροτόσπιτου προέβλεπε ένα δωμάτιο με ενιαίο χώρο για μια σειρά από ταυτόχρονες οικιακές δραστηριότητες: ζώα (στάβλισμα) και άνθρωποι (οικογενειακή ζωή) καταλάμβαναν με διακριτό τρόπο χώρο στα δύο άκρα αυτού του μακρόστενου σπιτιού. Το μαγείρεμα, το φαγητό και ο ύπνος (και πιθανώς εργασίες, όπως η ύφανση) πραγματοποιούνταν κατά μήκος του σπιτιού. Πρέπει να προσθέσουμε ότι, δεδομένου ότι πολλές δραστηριότητες γίνονταν στους εξωτερικούς χώρους, κυρίως την άνοιξη, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο, το εσωτερικό του σπιτιού διατηρούνταν γενικά καθαρό (με εξαίρεση το χώρο για τα ζώα στη μία άκρη του σπιτιού). Αυτή η θεωρία επιβεβαιώνεται από αρχαιολογικά ευρήματα στο εξωτερικό των μονόσπιτων, έξω από την είσοδό τους. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου διακρίνουμε στο εσωτερικό των μονόσπιτων μια χαμηλή περίφραξη από ξύλο ή καλάμια, ώστε να διαχωρίζονται τα ζώα από τον κυρίως χώρο, ενώ σε άλλες περιπτώσεις υπάρχει και διαφορά ύψους μεταξύ του κυρίως σπιτιού και του χώρου για τα ζώα. Καθώς οι οικογένειες διευρύνονταν, στη στενή πλευρά του αρχικού οικοδομήματος συχνά γινόταν η προσθήκη επιπλέον μονόσπιτων.

Σειρές από μονόσπιτα σε χωριά της Πρώιμης Οθωμανικής περιόδου (όπως η Παναγιά στην Κοιλάδα των Μουσών) ή σε τσιφλίκια της Μέσης Οθωμανικής περιόδου (όπως το Γκινοσάτι στην ανατολική Βοιωτία) βρίσκονταν συνήθως διάσπαρτες γύρω από τον πύργο του γαιοκτήμονα (εικ. 7). Στην Οθωμανική περίοδο, ο φράγκικος τύπος του πυργόσπιτου στην πραγματικότητα αντικαταστάθηκε από το κονάκι, την οικία του γαιοκτήμονα, όπως στην περίπτωση διάφορων αγροτικών περιοχών στη Βοιωτία ή και σε άλλα μέρη της ηπειρωτικής Ελλάδας (εικ. 8). Η συμμετρία και η ομοιογένεια των μονόσπιτων προφανώς υποδεικνύει την κοινωνική ισότητα μεταξύ των αγροτών μιας συγκεκριμένης κοινωνικής/γεωργικής θέσης. Τα Άρμενα (ένα τσιφλίκι της Μέσης/Ύστερης Οθωμανικής περιόδου) στη Βοιωτία ήταν ένα κτήμα με τυπική βαλκανική διάταξη (εικ. 9). Διατηρούνται τα ερείπια ενός εντυπωσιακού πολυώροφου σπιτιού (πιθανώς πρόκειται για το κονάκι), καθώς και αρκετά φτωχικά μονόσπιτα που εκτείνονται γύρω από αυτό σε χαμηλότερο επίπεδο. Η απόσταση μεταξύ των σπιτιών έδινε και μια αίσθηση ιδιωτικού χώρου, αφού όλες οι οικίες είχαν τον ίδιο προσανατολισμό και η είσοδός τους βρισκόταν στην ίδια πλευρά.
(Α. Βιώνης)

2. Οικιστική αρχιτεκτονική στη Βοιωτία από την Ύστερη Οθωμανική περίοδο έως το 19ο αιώνα

2.1. Τυπολογία

Τα ύστερα οθωμανικά σπίτια στη Βοιωτία παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά με τύπους κατοικιών σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Πρώιμοι περιηγητές στη Βοιωτία αναφέρουν την ύπαρξη καλυβιών από πλίνθους, τα οποία λόγω της φθαρτής φύσης τους μας έχουν αφήσει σήμερα μόνο σποραδικά ίχνη της ύπαρξής τους. Τα σπίτια της Βοιωτίας, των οποίων η παρουσία μπορεί να ανιχνευτεί στη διάρθρωση των οικισμών, διακρίνονται σε δύο τύπους: το ισόγειο μονόσπιτο και το διώροφο σπίτι (ανωγοκάτωγο). Στον κατάλογό του για τους τύπους των σπιτιών της Βοιωτίας, ο Σιγαλός προσθέτει και μια τρίτη κατηγορία, ένα σπίτι με ενάμιση όροφο κτισμένο σε επικλινές έδαφος και διαρρύθμιση παρόμοια με αυτή του διώροφου σπιτιού. Ο Stedman υποστηρίζει ότι το ανωγοκάτωγο εμφανίζεται πρώτη φορά γύρω στα 1880, ενώ το μονόσπιτο από τα 1780 έως τη δεκαετία του 1940.

Παρόλο που το συναντούμε και σε αστικά κέντρα, το μονόσπιτο, που εμφανίζεται ήδη από το Μεσαίωνα, είναι χαρακτηριστικό των αγροτικών οικισμών (τόσο ελληνικών όσο και αλβανικών). Όπως υποδηλώνει και το όνομά του, το μονόσπιτο έχει ως χαρακτηριστικά μία ενιαία μακρόστενη πρόσοψη και στο εσωτερικό έναν ενιαίο χώρο που στέγαζε τόσο τους ανθρώπους όσο και τα ζώα. Συχνά, ένας τοίχος διαχώριζε το χώρο που αντιστοιχούσε στα ζώα από το δωμάτιο που προοριζόταν για τους ανθρώπους. Η επίπλωση περιλάμβανε τα βασικά, όπως κρεβάτια (φτιαγμένα από ξύλινες σανίδες, άχυρα και πέτρες), το τζάκι ή την εστία, ένα χαμηλό τραπέζι και σκαμνιά, όπως και έναν αργαλειό. Το τζάκι ήταν το μόνο που κατείχε σταθερή θέση, συχνά στη στενή πλευρά του σπιτιού. Τα υπόλοιπα έπιπλα μπορούσαν να μετακινηθούν και να τοποθετηθούν σε πιο χρήσιμο σημείο, ανάλογα με τις ανάγκες των κατοίκων. Στον εξωτερικό χώρο, μία ιδιωτική αυλή διευκόλυνε στη μετάβαση ανάμεσα στο εξωτερικό και το εσωτερικό του σπιτιού. Στο χώρο αυτό, συχνά πλακόστρωτο, πολλές φορές σημειώνεται η παρουσία ενός φούρνου.

Στο διώροφο σπίτι, το ισόγειο χρησίμευε ως στάβλος και αποθηκευτικός χώρος, ενώ ο πρώτος όροφος ήταν ο χώρος διαμονής. Ο πρώτος όροφος συνήθως χωριζόταν σε δύο δωμάτια, γεγονός που δείχνει μια σαφή διάκριση των λειτουργιών τους: το ένα χρησιμοποιούνταν για τον ύπνο, ενώ το άλλο, η λεγόμενη σάλα, χρησίμευε μόνο για την υποδοχή των επισκεπτών. Η κατασκευή διώροφων σπιτιών με σαφή διαχωρισμό στις λειτουργίες των δωματίων μπορεί να θεωρηθεί συνέπεια της αύξησης του πλούτου, αλλά και της βελτίωσης των οικοδομικών τεχνικών. Χαρακτηριστικό των διώροφων σπιτιών ήταν και το λεγόμενο χαγιάτι, μια ανοιχτή στοά που εισήχθη στη δομή του σπιτιού στη Μέση Οθωμανική περίοδο. Αυτό το νέο στοιχείο, που συνέδεε τα δωμάτια και έβλεπε προς την πρόσοψη, άλλαξε την οργάνωση των μετακινήσεων μέσα στο σπίτι: τα δωμάτια δε συνδέονταν πλέον το ένα με το άλλο, αλλά ήταν προσβάσιμα από το χαγιάτι.

Σε αστικό περιβάλλον συναντούμε παρόμοιους τύπους στέγασης με τους αγροτικούς οικισμούς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι κέντρα όπως η Λιβαδειά διατήρησαν χαρακτηριστικά ημιαγροτικού οικισμού μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα. Παρ’ όλα αυτά, έρευνες στη Θήβα και τη Λιβαδειά ανέδειξαν παραλλαγές στους τύπους των οικιών. Εκτός από κάποια σωζόμενα μονόσπιτα, έχουν επίσης καταγραφεί τριώροφα σπίτια και τύποι οικιών που έχουν επηρεαστεί από τον οθωμανικό και νεοκλασικό ρυθμό. Χαρακτηριστικό των οικιών στα αστικά κέντρα είναι η εσωστρεφής φύση τους, με σπίτια περιφραγμένα με ψηλούς τοίχους.

2.2. Περιγραφές περιηγητών

Οι περιηγητές των αρχών του 19ου αιώνα μάς άφησαν λεπτομερείς περιγραφές των σπιτιών που επισκέφτηκαν, στα οποία κατέλυσαν όταν ταξίδευαν στη Βοιωτία. Αυτές οι περιγραφές αποτελούν πολύτιμη πηγή πληροφοριών και προσθέτουν λεπτομέρειες στις γνώσεις μας για τις παραδοσιακές κατοικίες. Ο Βρετανός Sir John Hobhouse, ο οποίος πέρασε την παραμονή των Χριστουγέννων του 1809 σε ένα σπίτι στο χωριό Σκούρτα, περιγράφει το κατάλυμά του ως «το χειρότερο χαμόσπιτο στο οποίο έχουμε υπάρξει τρόφιμοι». Προχωρά και σε λεπτομέρειες: «Οι αγελάδες και τα γουρούνια βρίσκονταν στο κάτω μέρος του δωματίου, όπου υπήρχαν ράφια και φάτνες και άλλα παρελκόμενα ενός στάβλου, ενώ σε εμάς παραχωρήθηκε το πάνω μέρος. Παραλίγο να πάθουμε ασφυξία από τον καπνό, συχνός κίνδυνος στα ελληνικά αγροτόσπιτα, αφού η φωτιά καίει συνήθως στο κέντρο του δωματίου και η στέγη, που δε διαθέτει άνοιγμα, ήταν καλυμμένη με στάχτες που συχνά έπεφταν πάνω μας στη διάρκεια της νύχτας». Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του στη Βοιωτία, ο Hobhouse πέρασε και από το χωριό Μάζι, το οποίο είχε, όπως λέει:,«50 καλύβες που στέγαζαν 500 ανθρώπους». Ο Βρετανός περιηγητής έμεινε επίσης στη Λιβαδειά, όπου βίωσε μια εντελώς διαφορετική κατάσταση: «Το σπίτι όπου καταλύσαμε ανήκε σε έναν από τους πλουσιότερους υπηκόους στη Ρούμελη, ήταν ευρύχωρο και όμορφα επιπλωμένο».

Ένας άλλος περιηγητής, ο Ιρλανδός ζωγράφος Edward Dodwell, που έφτασε στη Λιβαδειά το 1801, περιγράφει το «μεγάλο και επιδεικτικό» σπίτι του τοπικού άρχοντα το 1801 ως «ένα χαρακτηριστικό δείγμα από τις καλύτερες του είδους μοντέρνες κατοικίες στην Ελλάδα». Σύμφωνα με τον Dodwell, το σπίτι αυτό είχε «ένα πάτωμα σε δύο επίπεδα (οι πύλαι ερκείοι των αρχαίων) που οδηγούσε σε μια αυλή, με διάδρομο στις δύο πλευρές, αυτό που ο Όμηρος αναφέρει ως αίσθουσα (αίθουσα;). Η κουζίνα και οι βοηθητικοί χώροι βρίσκονται στο ισόγειο. Η σκάλα, που βρίσκεται εξωτερικά του σπιτιού, οδηγεί σε μια μεγάλη ανοιχτή στοά, χρήσιμη σε περίπτωση βροχερού καιρού για περπάτημα κάτω από υπόστεγο. Κατά μήκος της στοάς βρίσκονται τα διαμερίσματα, που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: ένα για τους άνδρες και ένα για τις γυναίκες· των ανδρών λέγεται ανδρωνίτις και των γυναικών είναι το γυναίκειον ή ο γυναικωνίτις των αρχαίων. Ο τοίχος που χωρίζει το σπίτι από το δρόμο, στον οποίο βρισκόταν και η είσοδος, ήταν ο πρόδρομος ή προαύλιον».

2.3. Ιστορία της μελέτης των οικιών της Ύστερης Οθωμανικής περιόδου

Οι μελέτες των τύπων κατοικιών στη Βοιωτία από την Ύστερη Οθωμανική περίοδο και μετά έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Σεισμοί (ιδιαίτερα αυτοί του 1853 και του 1981), πόλεμοι και ο αυξανόμενος πλούτος αποτελούν κάποιους από τους παράγοντες που οδήγησαν στην ταχεία εξαφάνιση των παραδοσιακών κατοικιών. Η πρώτη έρευνα που επιδίωκε να καταγράψει τέτοια οικοδομήματα στη Βοιωτία πραγματοποιήθηκε μεταξύ 1982 και 1984 από τη Nancy Stedman, η οποία ενδιαφερόταν να μελετήσει τις αλλαγές στους οικισμούς από το Μεσαίωνα έως τον 20ό αιώνα. Το 1990 ο Peter Lock κατέγραψε 25 αγροτόσπιτα, ενώ το 1993 οι John Bintliff και Paul Spoerry επικέντρωσαν την έρευνά τους στη Λιβαδειά, καταγράφοντας 72 σπίτια. Η καταγραφή στη Λιβαδειά συνεχίστηκε το 1999, διευρύνοντας την προηγούμενη βάση δεδομένων ώστε να περιλαμβάνει περισσότερα από 600 σπίτια. Πιο πρόσφατα, ο Ελευθέριος Σιγαλός συνέλεξε όλες τις διαθέσιμες πληροφορίες για τις οικίες στη μεσαιωνική και μεταμεσαιωνική Ελλάδα και τις ενσωμάτωσε στις δικές του έρευνες για τη Βοιωτία, που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας της διδακτορικής του διατριβής στο Πανεπιστήμιο του Leiden.

Εξελιγμένες μέθοδοι τεκμηρίωσης που αξιοποιούν την ψηφιακή καταγραφή δεδομένων και τα τρισδιάστατα μοντέλα χρησιμοποιήθηκαν και στην καταγραφή της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής της Βοιωτίας. Μια πρώτη προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση πραγματοποιήθηκε από τον Joep Verweij, ο οποίος κατέγραψε δύο σωζόμενα μονόσπιτα στο χωριό Άγιος Γεώργιος και παρήγαγε ένα μοντέλο των δύο οικιών με το πρόγραμμα AutoCAD. Κατά τη θερινή περίοδο 2009 του Boeotia Project, αυτή η μέθοδος αναπτύχθηκε περαιτέρω από την Chiara Piccoli, η οποία κατέγραψε δέκα παραδοσιακές οικίες στα χωριά Μάζι (εικ. 10 και 11) και Ευαγγελίστρια. Αυτή η μέθοδος καταγραφής συνδύασε την τεκμηρίωση των σωζόμενων κτηρίων μέσω ηλεκτρονικού θεοδόλιχου (reflectorless Total Station) με την επεξεργασία δεδομένων μέσω γραφιστικού λογισμικού στον υπολογιστή. Εκτός από την καταγραφή του σκελετού των κτηρίων, μια σειρά από επιπλέον πηγές (αναμνήσεις ιδιοκτητών, παλιές φωτογραφίες, αρχεία από το τοπικό λαογραφικό μουσείο) κατέστησαν δυνατές τις υποθετικές αποκαταστάσεις της εσωτερικής διαρρύθμισης ενός από τα καταγραμμένα σπίτια των μέσων του 19ου αιώνα (εικ. 12 και 13).
(Ch. Piccoli)

 

Κεφάλαια

empty
empty

Δελτίο λήμματος

 

Φωτοθήκη

empty
empty
 
 
empty
emptyemptyempty
empty press image to open photo library empty
empty
empty
 Άνοιγμα Φωτοθήκης 
 
 

Βοηθήματα Λήμματος

empty
empty
 
 
  KTP   ESPA   MNEC   INFOSOC   EU