1. Γενική παρουσίαση του μνημείου
Ο ναός του Αγίου Νικολάου αποτελούσε το της ομώνυμης μονής, η οποία λειτουργούσε μέχρι και τους Νεότερους χρόνους (το 19ο αιώνα) και ήταν μετόχι του Οσίου Λουκά. Βρίσκεται στην αγροτική περιοχή Καμπιά της Βοιωτίας, περίπου 10 χλμ. βορειοδυτικά του χωριού Διόνυσος (τέως Τζαμάλι ή Τσαμάλι) του Δήμου Ορχομενού. Γενικώς θεωρείται ότι ο ναός αποτελούσε καθολικό μονατηριακού συγκροτήματος ήδη από τον 12ο αιώνα, οπότε και χτίστηκε, αν και η σχετική μαρτυρία είναι πολύ μεταγενέστερη και ανάγεται στον 15ο αιώνα. Σε κάθε περίπτωση, ο ναός διασώζει σχεδόν ακέραια και σε σχετικά καλή κατάσταση την αρχική μορφή του. Τα υπόλοιπα κτήρια της μονής, σήμερα σε ερειπιώδη κατάσταση, χρονολογούνται από τα μορφολογικά και κατασκευαστικά στοιχεία τους μόλις στο 18ο ή 19ο αιώνα. Κατά την περίοδο αυτή, με βάση τα σωζόμενα στοιχεία, το οικοδομικό συγκρότημα της μονής είχε κάτοψη τετράπλευρη, πλευράς περίπου 50 μ. Περιμετρικά της αυλής που περιέβαλλε το καθολικό, κατά μήκος της βόρειας, της δυτικής και της νότιας πλευράς της, υπήρχαν τρεις μακρόστενες πτέρυγες. Σε καλύτερη κατάσταση διατηρείται σήμερα η βόρεια, ένα επίμηκες διώροφο κτήριο εξωτερικών διαστάσεων 8,5x26 μ. Σώζεται πλήρως το δυτικό τμήμα του ισογείου του, πάνω στο οποίο έχει οικοδομηθεί νεότερο κτίσμα κατά τη δεκαετία του 1920. Από τις άλλες δύο πτέρυγες, με διαστάσεις ανάλογες με αυτές της βόρειας πτέρυγας (7x47 μ. η δυτική και 9,5x33 μ. η νότια), διατηρείται μόνο η θεμελίωση. Στην ανατολική πλευρά της μονής υψωνόταν μεγάλος μαντρότοιχος από , στο νότιο τμήμα του οποίου υπήρχε η αρχική πύλη του συγκροτήματος – σήμερα διατηρούνται κατά χώραν μόνο οι παραστάδες της.
Ο ναός του Αγίου Νικολάου έχει συμπεριληφθεί πολλές φορές λόγω της σπουδαιότητάς του σε ευρύτερες μελέτες βυζαντινής αρχιτεκτονικής και επιμέρους κατασκευαστικών θεμάτων, δεν έχει αποτελέσει ωστόσο το αντικείμενο κάποιας ειδικής επιστημονικής έρευνας. Βασική παραμένει η συνοπτική περιγραφή και τα σχέδια που δημοσίευσαν το 1901 οι R.W. Schultz και S.H. Barnsley στο πλαίσιο της μελέτης τους για τη μονή του Οσίου Λουκά, καθώς ο Άγιος Νικόλαος μιμείται την αρχιτεκτονική του καθολικού της μονής. Στη σημαντική μελέτη των Χαράλαμπου και Λασκαρίνας Μπούρα για τη ναοδομία του 12ου αιώνα έχει συγκεντρωθεί συστηματικά η σχετική με το μνημείο βιβλιογραφία.
2. Αρχιτεκτονική περιγραφή
2.1. Αρχιτεκτονικός τύπος και εσωτερική διαμόρφωση
Το μνημείο είναι μέτριων διαστάσεων, με κάτοψη σε σχήμα ορθογώνιου παραλληλόγραμμου, περ. 10x12 μ. Μιμείται σε μικρότερη κλίμακα το καθολικό του Οσίου Λουκά, που χτίστηκε με αυτοκρατορική χορηγία μετά το 1011 και είχε καίρια επίδραση στη διαμόρφωση της «ελλαδικής σχολής» της μεσοβυζαντινής αρχιτεκτονικής. Ανήκει στον ίδιο αρχιτεκτονικό τύπο, τον επονομαζόμενο «ηπειρωτικό» ή · αυτός ο τύπος εμφανίζεται σε ολοκληρωμένη μορφή στο καθολικό της μονής του Οσίου Λουκά και συναντάται σε σχετικά λίγα παραδείγματα, κυρίως μεγάλων και πλούσιων μοναστηριακών ναών. Στον τύπο αυτό κυρίαρχο στοιχείο παραμένει ο ευρύς τρούλος που καλύπτει τον κεντρικό χώρο, ο οποίος στο ναό του Αγίου Νικολάου έχει εσωτερική διάμετρο 5,3 μ. Ο τρούλος βαίνει μέσω μικρών σφαιρικών τριγώνων σε οκτώ τόξα που στηρίζονται σε ισάριθμους ογκώδεις πεσσούς – στον Άγιο Νικόλαο οι δύο δυτικοί έχουν αντικατασταθεί με κίονες. Τα τέσσερα από τα τόξα προεκτείνονται μέχρι τους εξωτερικούς τοίχους δίνοντας στην κάτοψη σταυρικό σχήμα, ενώ τα υπόλοιπα τέσσερα γεφυρώνουν, υπό μορφή ημιχωνίων, τις γωνίες του κεντρικού τετραγώνου. Ο κεντρικός χώρος πλαισιώνεται στις γωνίες με δευτερεύοντα μικρά .
Ο ναός του Αγίου Νικολάου έχει τριμερές στα ανατολικά και τριμερή, με ψηλές αναλογίες, νάρθηκα στα δυτικά. Στην ανατολική πλευρά του προβάλλει εξωτερικά, κατά το πρότυπο του Οσίου Λουκά, μόνο μία τρίπλευρη αψίδα με ένα μονόλοβο παράθυρο σε κάθε πλευρά της –κατά μίμηση επίσης του προτύπου του–, καθώς κατά το 12ο αιώνα η διάνοιξη τριών παραθύρων στην κόγχη του ιερού βήματος ήταν σχετικά σπάνια. Στις δύο πλάγιες πλευρές του ναού προεξέχουν ελαφρά οι παραστάδες που στηρίζουν τα μέτωπα των τόξων των εγκάρσιων κεραιών του σταυρού. Το κτήριο είναι διάτρητο από μεγάλα δίλοβα ή τρίλοβα παράθυρα, ενώ στα μέτωπα των εγκάρσιων κεραιών ανοίγονται μεγάλα σύνθετα παράθυρα με αμφικίονες που εδράζονται στο δάπεδο και με μαρμάρινα θωράκια ανάμεσά τους, στην κάτω ζώνη, σύμφωνα με το πρότυπο του Οσίου Λουκά. Ο ναός εδράζεται σε ψηλή κρηπίδα με δύο αναβαθμούς.
Η έντονη κλίση του εδάφους επέτρεψε τη διαμόρφωση κάτω από το ναό μιας υπόγειας κρύπτης ανάλογης με αυτήν του καθολικού της μονής του Οσίου Λουκά. Έχει έκταση σχεδόν ίση με εκείνη του κυρίως ναού και ανήκει στο τύπο. Καλύπτεται από με νευρώσεις, ενώ ιδιοτυπία στην κάτοψή της αποτελεί η κατάργηση του στο ανατολικό τμήμα.
Η μικρή κλίμακα του Αγίου Νικολάου οδήγησε τον αρχιτέκτονα του μνημείου σε ορισμένες πρωτότυπες και διαφορετικές από το πρότυπό του λύσεις, οι οποίες συμβάλλουν κυρίως στη διαμόρφωση ενός πολύ πιο ενοποιημένου και φωτεινού χώρου στο εσωτερικό του ναού. Το ζεύγος των δυτικών ισχυρών πεσσών αντικαταστάθηκε από κομψούς κίονες, με αποτέλεσμα να επιτυγχάνεται κάποια ενοποίηση του νάρθηκα με τον κυρίως ναό. Στη γενικότερη ενοποίηση του εσωτερικού χώρου του ναού συμβάλλουν επίσης η κατάργηση των (που υπάρχουν στον Όσιο Λουκά), η απλούστευση του νάρθηκα από διώροφο σε μονώροφο και το οκταγωνικό σε κάτοψη του τρούλου, το οποίο είναι ψηλότερο από εκείνο του τρούλου του καθολικού του Οσίου Λουκά.
2.2. Αρχιτεκτονικός διάκοσμος
Ανεξάρτητα από τις ιδιοτυπίες στην αρχιτεκτονική του ναού του Αγίου Νικολάου, εκείνο που τον κάνει να ξεχωρίζει τόσο από το πρότυπό του όσο και από τα υπόλοιπα μνημεία της ίδιας περιόδου είναι η εξαιρετικά επιμελημένη διαμόρφωση των εξωτερικών του όψεων αποκλειστικά με λαξευτούς λίθους. Η τάση, που παρατηρείται κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα για ευρεία χρήση λαξευτών λίθων στις όψεις των ναών, εδώ γενικεύεται και εμφανίζεται στην πιο εξελιγμένη μορφή της. Ο αρχιτέκτονας του μνημείου επιλέγει συνειδητά και σχεδόν αποκλειστικά την ιδιαίτερα δαπανηρή χρήση των λαξευτών λίθων. Η χρήση των συνηθισμένων κατά την περίοδο αυτή κεραμικών πλίνθων περιορίζεται στο σύστημα τοιχοποιίας του τυμπάνου του τρούλου, στον εξαιρετικά επιμελημένο κεραμικό διάκοσμο των τυμπάνων των δίβηλων ανοιγμάτων της υπόγειας κρύπτης, σε ορισμένα από τα οποία χρησιμοποιούνται μάλιστα έγκοπτα λεπτά τούβλα, και στην πρωτοποριακή για την εποχή λύση των πλίνθινων σταυροθολίων στον ίδιο χώρο.
Η καθαρότητα των επιφανειών και των περιγραμμάτων του κτίσματος το απομακρύνουν από την πολυχρωμία και τη γραφικότητα που χαρακτηρίζουν την αρχιτεκτονική της περιόδου και το κατατάσσουν στα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα του κλασικισμού που αναβιώνει κατά τη διάρκεια του 12ου αιώνα, ενώ θεωρείται ένα από τα ωραιότερα και πιο ενδιαφέροντα μνημεία της περιόδου. Τα ογκώδη ορθογωνισμένα κομμάτια σκληρού ασβεστόλιθου, που έχουν χρησιμοποιηθεί στην τοιχοποιία του σε πλήρεις και συνεχείς οριζόντιες στρώσεις, δεν προέρχονται –όπως συμβαίνει συχνά την περίοδο αυτή– από κάποιο αρχαίο μνημείο της περιοχής, αλλά έχουν εξορυχθεί και λαξευτεί με επιμέλεια ειδικά για την ανέγερση του ναού. Η ίδια επιμέλεια παρατηρείται στη λάξευση και τέλεια συναρμογή των επιμέρους λίθινων κατασκευαστικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα των τόξων και των τυμπάνων των δίλοβων ή τρίλοβων παραθύρων του ναού.
Στο ναό σώζονται αρκετά αρχιτεκτονικά γλυπτά, τα περισσότερα από τα οποία παραμένουν αδημοσίευτα. Ορισμένα παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα τα κιονόκρανα των δύο κιόνων στο δυτικό τμήμα του ναού που κοσμούνται με πολύπλοκους φυτικούς σχηματισμούς και μιμούνται τα αντίστοιχα προγενέστερα κιονόκρανα της Παναγίας του Οσίου Λουκά, τα εξαιρετικής ποιότητας επιθήματα των μαρμάρινων αμφικιονίσκων στα σύνθετα ανοίγματα των εγκάρσιων κεραιών και το σχεδόν ολόγλυφο περιστέρι στο τύμπανο του τρίλοβου παραθύρου της αψίδας. Ορισμένα μεμονωμένα διάσπαρτα μαρμάρινα μέλη αποδίδονται στο αρχικό τέμπλο του ναού, που δεν έχει διασωθεί.
3. Ζωγραφικός διάκοσμος
Εσωτερικά το μνημείο έφερε τοιχογραφικό διάκοσμο, ο οποίος παραμένει αδημοσίευτος. Οι περισσότερες παραστάσεις έχουν υποστεί σημαντικές φθορές και σε ορισμένες περιπτώσεις καλύπτονται από νεότερα επιχρίσματα. Αποσπασματικά και σε κακή κατάσταση διατηρούνται επίσης οι τοιχογραφίες της υπόγειας κρύπτης, που δημοσιεύτηκαν το 1976 από την καθηγήτρια Μ. Παναγιωτίδη. Οι σωζόμενες παραστάσεις είναι λιγοστές, δίνουν όμως τη δυνατότητα να αποκατασταθεί το εικονογραφικό πρόγραμμα της κρύπτης: Έχει, όπως και στην ταφική κρύπτη του Οσίου Λουκά, σαφή ταφικό χαρακτήρα, σύμφωνα με τη χρήση του χώρου ως νεκρικού παρεκκλησίου και οστεοφυλακίου, όπου θα τελούνταν νεκρώσιμες τελετές στη μνήμη των νεκρών μοναχών της μοναστικής κοινότητας.
Στο τεταρτοσφαίριο της κόγχης του ιερού εικονίζεται ο Χριστός Παντοκράτορας στον εικονογραφικό τύπο του Αντιφωνητή, ενώ στον ημικύλινδρο της αψίδας και στους πλάγιους τοίχους του ιερού εμφανίζονται συλλειτουργούντες ιεράρχες, από τους οποίους ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ιδιαίτερα αγαπητός τοπικός άγιος Ιωάννης Καλοκτένης, μητροπολίτης Θηβών, ο οποίος πέθανε μεταξύ των ετών 1182 και 1193. Στον ίδιο χώρο, πάνω από το άνοιγμα προς την , εικονίζεται ο άγιος Νικόλαος σε προτομή, μετωπικός και δεόμενος. Η παράσταση του επώνυμου αγίου του ναού σε στάση ικεσίας θα πρέπει να συσχετιστεί με την παρακείμενη μορφή του Παντοκράτορα, που δέχεται τη μεσιτεία του δημοφιλούς αγίου για την ανθρώπινη σωτηρία.
Στο εικονογραφικό πρόγραμμα του κυρίως ναού δεν περιλαμβάνονται ευαγγελικές σκηνές, αλλά μόνο οι παραστάσεις μεμονωμένων μορφών αγίων. Τα σταυροθόλια έφεραν ανάμεσα σε σχηματοποιημένα φυτικά κοσμήματα στηθάρια με παραστάσεις αγίων σε προτομή. Σήμερα διατηρείται η παράσταση των τεσσάρων ευαγγελιστών στο βόρειο σταυροθόλιο και ενός αγγέλου στο κεντρικό. Στο ανατολικό τμήμα του κυρίως ναού κυριαρχεί η παράσταση της , με το ανάμεσα στη Θεοτόκο και τον Ιωάννη Βαπτιστή. Στις υπόλοιπες διαθέσιμες επιφάνειες των χαμηλότερων μερών της κρύπτης παριστάνονται μοναστικοί άγιοι που, μαζί με τις υπόλοιπες μορφές, ενσωματώνονται σε μία Μεγάλη Δέηση υπέρ της των μοναχών σωτηρίας.
Οι τοιχογραφίες της κρύπτης χρονολογούνται στα τέλη του 13ου αιώνα και εντάσσονται σε ένα επαρχιακό καλλιτεχνικό ρεύμα το οποίο, αν και ακολουθεί έως ένα σημείο τις προοδευτικές τάσεις της εποχής, παραμένει κατά κύριο λόγο προσκολλημένο στην καλλιτεχνική παράδοση του προηγούμενου αιώνα. Σε μια μελλοντική συνολική δημοσίευση του μνημείου θα ήταν ενδιαφέρον να εξακριβωθεί η σχέση των τοιχογραφιών της κρύπτης με εκείνες του κυρίως ναού.
4. Σημερινή κατάσταση
Λόγω έλλειψης ιστορικών στοιχείων και επιγραφικών μαρτυριών, δεν έχει ερμηνευτεί η ανέγερση ενός τόσο δαπανηρού κτηρίου σε μια σχετικά απομακρυσμένη περιοχή της Βοιωτίας. Σήμερα, οι κάτοικοι της περιοχής καυχώνται ότι ο ναός του Αγίου Νικολάου συναγωνίζεται αυτόν του Οσίου Λουκά, ενώ ισχυρίζονται ότι για την κατασκευή μεταφέρθηκαν υλικά με αυτοκρατορικά καράβια. Εδώ και λίγα χρόνια το μοναστήρι επαναλειτουργεί καθώς έχουν εγκατασταθεί εκεί πέντε μοναχοί. Παράλληλα, η μητρόπολη Θηβών και Λεβαδείας έχει υποβάλει προς έγκριση στις αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού μελέτη για την αποκατάσταση των ερειπωμένων βοηθητικών κτισμάτων της μονής και τη γενικότερη αναδιοργάνωσή της. Η επαναλειτουργία της μονής είναι απαραίτητο να σεβαστεί την αρχιτεκτονική και αρχαιολογική αξία του μείζονος σημασίας καθολικού της, το οποίο αναμένει επίσης τη συστηματική συντήρηση και αποκατάστασή του. |