1. Εισαγωγή Κτισμένο στις δυτικές πλαγιές του Ελικώνα, κοντά στην αρχαία Στείριδα, το μοναστήρι του Οσίου Λουκά αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Μεσοβυζαντινής εποχής στον ελλαδικό χώρο. Η πρώτη μοναστική κοινότητα ιδρύθηκε από τον ίδιο τον όσιο, που εγκαταστάθηκε εδώ το 946, σύμφωνα με το κείμενο του Βίου του. Με τη χρηματοδότηση του του θέματος της Ελλάδος, του Κρηνίτη Αροτρά, ο όσιος Λουκάς κατασκεύασε ναό της Αγίας Βαρβάρας. Μετά το θάνατό του, το 953, η φήμη ότι το λείψανό του ήταν θαυματουργό έκανε πλήθος πιστών να συρρέουν στο μοναστήρι και τα αρχικά κτίσματα έδωσαν τη θέση τους σε μνημειωδέστερα. Πρώτα κτίστηκε ο ναός της Παναγίας στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα. Το κατασκευάστηκε στη συνέχεια, στο πρώτο μισό του 11ου αιώνα, για να στεγάσει το λείψανο του οσίου. Οι τεράστιες δαπάνες που απαιτήθηκαν για την ανέγερση και η ποιότητα και η πολυτέλεια των υλικών φανερώνουν όχι μόνο την εύνοια Βυζαντινών αυτοκρατόρων και αξιωματούχων αλλά και τη μετάκληση συνεργείων από την Κωνσταντινούπολη. Το μοναστήρι ήταν τόσο ισχυρό κατά τον 11ο αιώνα, ώστε ίδρυσε δύο μετόχια στην Εύβοια και ένα στην Αντίκυρα με διώροφο ναό οκταγωνικού τύπου, εξαφανισμένο σήμερα. Μετά την ανέγερση και των συνοδευτικών κτισμάτων, το συγκρότημα οχυρώθηκε, όμως, ελάχιστα λείψανα από την αρχική περιτοίχιση σώζονται σήμερα. Καλή εικόνα για τη μορφή της οχύρωσης και γενικότερα της μονής μάς προσφέρει ο Ρώσος μοναχός Barskij, ο οποίος απεικόνισε τα κτήρια αυτά στα μέσα του 18ου αιώνα. Κατά τη Φραγκοκρατία και την Πρώιμη Τουρκοκρατία μεγάλες βλάβες υπέστησαν οι πτέρυγες των κελιών, που άρχισαν να ανοικοδομούνται συστηματικά μόλις το 17ο αιώνα. Σημαντικές καταστροφές προκάλεσαν στη μονή τα οθωμανικά στρατεύματα κατά την Ελληνική Επανάσταση και οι βομβαρδισμοί του 1943 κατά το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αναστηλωμένο σε μεγάλο βαθμό σήμερα όλο το συγκρότημα, είναι εγγεγραμμένο από το 1990 στον Παγκόσμιο Κατάλογο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. 2. Αρχιτεκτονική 2.1. Καθολικό Παναγίας Κτίστηκε στο δεύτερο μισό του 10ου αιώνα, όπως ήδη αναφέρθηκε, στον τύπο του σύνθετου τετρακιόνιου ναού που αναπτύχθηκε αρχικά στην Κωνσταντινούπολη. Είναι ο πρώτος ναός αυτού του τύπου στην Ελλάδα και πρότυπο για όλους τους ναούς της ονομαζόμενης «ελλαδικής σχολής» –που διαφοροποιείται από τη «σχολή της Κωνσταντινουπόλεως»–, με κύριο χαρακτηριστικό την επιμελημένη εξωτερική εμφάνιση με την τοιχοποιία και τον πλίνθινο διάκοσμο. Στην ανατολική όψη εκτός από το ιερό προσκολλώνται και τα παραβήματα, δηλαδή η και το , που δηλώνονται και εξωτερικά από τις βαθμιδωτές στέγες τους. Αυτό το χαρακτηριστικό εκφράζει η λέξη «σύνθετος». Τετρακιόνιος ονομάζεται επειδή ο κεντρικός τρούλος στηρίζεται σε τέσσερις κίονες ελεύθερους στο μέσο του ενιαίου χώρου. Ο τρούλος είναι οκτάπλευρος, στέφεται με τοξωτά γείσα και έχει ένθετους κιονίσκους στις ακμές των πλευρών που απολήγουν σε υδρορρόες με μορφή λεοντοκεφαλής. Αυτά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του λεγόμενου «αθηναϊκού» τρούλου, επειδή χρησιμοποιήθηκε σε μεγάλο αριθμό αθηναϊκών μνημείων. Όμως η εμφάνισή του στο ναό της Παναγίας αποτελεί το παλαιότερο γνωστό παράδειγμα. Οι ανάγλυφες μαρμάρινες πλάκες με τις οποίες είναι επενδεδυμένος εξωτερικά ο τρούλος, τα , οι , το τέμπλο και γενικά όλος ο γλυπτός διάκοσμος φανερώνει ότι καλλιτέχνες από την πρωτεύουσα συνεργάστηκαν με ντόπιους τεχνίτες σε σχέδια με επιδράσεις από την ισλαμική τέχνη του 10ου αιώνα. Ο περίτεχνος διάκοσμος και ο πλούτος του καθολικού της Παναγίας ενισχύει την άποψη ότι αυτός είναι ο ναός που χρηματοδότησε ο Ρωμανός Β΄ μετά την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς (961) –σύμφωνα με την προφητεία του οσίου Λουκά–, την οποία κατείχαν οι Άραβες. Το τάμα του αυτοκράτορα μάλλον εκπλήρωσε και ολοκλήρωσε η σύζυγός του αυτοκράτειρα Θεοφανώ, σύμφωνα με την προφορική παράδοση. Δυτικά ο ναός προεκτείνεται με το δικιόνιο ευρύ νάρθηκα, τη , που είναι η πρώτη που κατασκευάστηκε στην Ελλάδα και διαδόθηκε ιδιαίτερα στο Άγιο Ορος. Στεγάζεται με και φέρει ημιυπαίθριο όροφο. 2.2. Καθολικό Οσίου Λουκά Ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο των ηπειρωτικών σύνθετων οκταγωνικών ναών, λόγω της στήριξης του τρούλου σε οκτώ σημεία, και θεωρείται ο πρώτος αυτού του τύπου στην Ελλάδα. Κτίστηκε το 1011 για να στεγάσει το λείψανο του οσίου, όταν έγινε η ανακομιδή από τον αρχικό τάφο του στη μαρμάρινη λάρνακα του βορειοανατολικού παρεκκλησίου. είναι ο μοναχός Φιλόθεος, ο οποίος εικονίζεται σε τοιχογραφία σε αυτό το παρεκκλήσι προσφέροντας ομοίωμα του ναού στον όσιο Λουκά. Όμως δεν πρέπει να αποκλείσουμε την πιθανότητα, όπως αναφέρει η παράδοση, και ο Βασίλειος Β΄ και ο Κωνσταντίνος Θ΄ Μονομάχος να συνέβαλαν με σημαντικές χορηγίες στην ολοκλήρωση της οικοδόμησης και του διακόσμου. Ο μοναχός Γρηγόριος είναι ακόμα ένας κτήτορας που μερίμνησε για την του καθολικού, σύμφωνα με αφιερωτικές ανάγλυφες επιγραφές τοιχισμένες στη μεγάλη θύρα που οδηγεί από τον κυρίως ναό στο νάρθηκα. Με μάρμαρα είναι στρωμένα και τα δάπεδα είτε στον τύπο με τις μεγάλες πλάκες στον κεντρικό χώρο είτε στον τύπο του στους μικρότερους περιμετρικούς χώρους. Δυτικά είναι προσκολλημένος ο νάρθηκας, ενώ σε όλη την επιφάνεια του κτηρίου, εκτός από την περιοχή του τρούλου και του ιερού, εκτείνεται υπερώο, που το ενισχύει στατικά. Η άνοδος στο υπερώο ή γυναικωνίτη γίνεται από τη βόρεια πτέρυγα κελιών, πατώντας πάνω από το προστώο του ναού της Παναγίας, που κατασκευάστηκε γι’ αυτόν το λόγο. Το 12ο αιώνα, για να καλυφθούν πιθανότατα αυξημένες λειτουργικές ανάγκες της μονής, προστέθηκε μνημειώδης δυτικά του καθολικού. Γύρω στα 1890 φαίνεται πως η κατάστασή του ήταν πολύ κακή και οι μοναχοί τον κατεδάφισαν. Διασώθηκαν, όμως, εκτός από το σκαρίφημα του Barskij (1745), και άλλες μεταγενέστερες απεικονίσεις και φωτογραφίες του 19ου αιώνα, που επέτρεψαν τη διεξοδική μελέτη του. Τα αρχιτεκτονικά στοιχεία του και το περίτεχνο μαρμάρινο θύρωμα της εισόδου αποδεικνύουν ότι η προσθήκη έγινε κατά το 12ο αιώνα. Ορισμένα τμήματα αυτού του θυρώματος είναι ενσωματωμένα στο νεότερο κωδωνοστάσιο της μονής (1863) και άλλα φυλάσσονται στη συλλογή γλυπτών στην τράπεζα. Κάτω από το δάπεδο του καθολικού, ο χώρος που αντιστοιχεί στο κεντρικό τμήμα του ναού και το ιερό σχηματίζει την κρύπτη της Αγίας Βαρβάρας. Στεγάζεται με δέκα σταυροθόλια και με τεταρτοσφαίριο στην αψίδα του ιερού. Για την υποστήριξή τους προστέθηκαν ακόμα τέσσερα ζεύγη μονολιθικών πεσσών. Στο βόρειο άκρο της κρύπτης βρίσκεται ο τάφος του οσίου Λουκά, ανακαινισμένος τα Νεότερα χρόνια, ενώ δεξιά και αριστερά από το ιερό ακόμα δύο κτιστοί τάφοι αποδίδονται από την παράδοση στον αυτοκράτορα Ρωμανό Β΄ και τη σύζυγό του Θεοφανώ. Στην πραγματικότητα πρέπει να ανήκαν στους πρώτους ηγουμένους της μονής. 2.3. Συνοδευτικά κτίσματα 2.3.1. Κωδωνοστάσιο Βρίσκεται πλάι στη νοτιοδυτική πύλη, κύρια είσοδο σήμερα, που ανήκει στους Μεταβυζαντινούς χρόνους. Έχει τέσσερις ορόφους με τετράγωνη κάτοψη. Το αρχικό κτίσμα όμως ήταν ένας διώροφος οκταγωνικός ναΐσκος του 11ου αιώνα. Στο ισόγειο υπήρχε δεξαμενή και κρήνη και πιθανόν χρησίμευε ως αγίασμα. Δεν αποκλείεται μάλιστα να προσέρχονταν στο ναό, που ήταν αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος, ασθενείς για να θεραπευτούν, σύμφωνα και με μαρτυρία του περιηγητή G. Wheler που επισκέφθηκε τη μονή το 1682. Την υπόθεση αυτή ενισχύει και η θεματογραφία των τοιχογραφιών (του 13ου αιώνα), οι οποίες κάλυπταν τους τοίχους του παρεκκλησίου με παραστάσεις που σχετίζονταν με θαύματα του Χριστού για τη θεραπεία αρρώστων. Αργότερα, κατά το 16ο αιώνα, ο ναός πήρε τη μορφή πύργου, όπως τον απεικονίζει ο Barskij στο σχέδιο της μονής του 1745. Κατά τις εργασίες προσθήκης δύο ορόφων για τη μετατροπή του πύργου σε κωδωνοστάσιο, το 1863, μαρμάρινα αρχιτεκτονικά μέλη Βυζαντινής περιόδου και ένα επιτύμβιο ανάγλυφο Ρωμαϊκής περιόδου ενσωματώθηκαν στην τοιχοποιία του τελευταίου ορόφου, στη νότια όψη. Στο αρχικό μεγάλο του ναΐσκου τοποθετήθηκε το θύρωμα και τμήμα από το ανάγλυφο υπέρθυρο του κατεδαφισμένου, το 1890, εξωνάρθηκα του καθολικού, όπως έχει ήδη αναφερθεί. 2.3.2. Τράπεζα Από τα πιο ενδιαφέροντα οικοδομήματα του συγκροτήματος ήταν η βυζαντινή τράπεζα (11ος αιώνας), δηλαδή η τραπεζαρία όπου οι μοναχοί γευμάτιζαν όλοι μαζί. Είναι ένα διώροφο κτήριο με ενιαία μεγάλη αίθουσα στον όροφο, που απολήγει σε κόγχη, και ιδιαίτερα μεγάλο υπόγειο, όπου στεγαζόταν το ελαιοτριβείο, ένα από τα λίγα σωζόμενα δείγματα της Βυζαντινής περιόδου. Από το 1592 είχε χάσει την ξύλινη στέγη και το πάτωμα και είχαν προστεθεί μία εστία (μαγειρείο) με τρούλο, βοηθητικοί χώροι και μία μικρότερη θολοσκέπαστη τραπεζαρία. Το 1943 η μεταβυζαντινή τράπεζα βομβαρδίστηκε και παρέμεινε σε ερειπιώδη κατάσταση έως το 1960, όταν αναστηλώθηκε. Σήμερα χρησιμοποιείται ως εκθεσιακός χώρος σημαντικών βυζαντινών γλυπτών μελών από την Παλαιοχριστιανική και τη Μεσοβυζαντινή περίοδο. Προέρχονται από το ναό της Παναγίας, το καθολικό, τον κατεδαφισμένο οκταγωνικό ναό της Αντίκυρας και από διάφορα άλλα κτίσματα της μονής και της ευρύτερης περιοχής. Εκτίθενται επίσης επιγραφές εντοιχισμένες, αρχικά, σε κτίσματα της μονής και λίγες αποτοιχισμένες τοιχογραφίες (18ου αιώνα) από τη μεταβυζαντινή τράπεζα. 2.3.3. Κινστέρνα Τα νερά της βροχής αλλά και των κρηνών της μονής διοχετεύονταν προς τη μεγάλη ή δεξαμενή που βρίσκεται κάτω από το δάπεδο της αυλής, ανάμεσα στην τράπεζα και το μεγάλο καθολικό. Είναι μία μεγάλη αίθουσα (5x10 μ.) που χωρίζεται σε δύο κλίτη από μία τοξοστοιχία με τρεις μαρμάρινους κορμούς κιόνων και επιθήματα. 2.3.4. Βορδοναρείον Το βορδοναρείον (ή βορδοναριό = σταύλος) είναι ένα διώροφο κτήριο με ξύλινη κεραμοσκεπή στέγη. Το ισόγειο προοριζόταν για τα ζώα, ενώ ο όροφος για τους αγωγιάτες και τις ζωοτροφές. Σε έναν από τους ξύλινους στύλους του ορόφου βρέθηκε χαραγμένη η επιγραφή 1802. Στον όροφο εκτίθενται σήμερα οι αποτοιχισμένες τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, από το ναό του Αγίου Σπυρίδωνα, στη θέση Μετόχι Αντίκυρας. 2.3.5. Φωτάναμμα Ο χώρος που από παράδοση ονομάζεται φωτάναμμα είναι μία κιονοστήρικτη αίθουσα με ημικυλινδρικούς θόλους που σχηματίζουν σταυρό. Οι θόλοι φέρουν οπές για τον αερισμό του χώρου. Από τον κεντρικό θόλο γινόταν η απαγωγή της καπνιάς, από τη φωτιά που άναβε στο μέσο του χώρου, με μεγάλη καμινάδα. Από την παλαιότερη πηγή και κρήνη της μονής, βόρεια της Παναγίας, τρεχούμενο νερό σε αυλάκι έφτανε μέχρι το φωτάναμμα και κυλούσε εσωτερικά παράλληλα προς το δυτικό και βόρειο τοίχο του. Δεν αποκλείεται, εκτός από φωτάναμμα, ο χώρος να χρησίμευε και ως νοσοκομείο και γηροκομείο. Πλάι στο φωτάναμμα υπήρχε αποθήκη εφοδίων και τροφίμων. Ανατολικότερα βρίσκεται η βορειοανατολική πύλη της μονής που κατά τη Βυζαντινή εποχή αποτελούσε την κύρια πρόσβαση. 2.3.6. Κοιμητηριακός ναΐσκος του Αγίου Χαραλάμπους Μόλις λίγα βήματα έξω από τη βορειοανατολική πύλη του μοναστηριού βρίσκεται το νεκροταφείο του με τον κοιμητηριακό ναΐσκο που είναι αφιερωμένος στον Άγιο Χαράλαμπο. Πρόκειται για ένα μονόχωρο θολωτό κτίσμα με επιμελημένη τοιχοποιία, που φανερώνει ότι πιθανόν κτίστηκε ταυτόχρονα με το ναό της Παναγίας. Αργότερα προστέθηκε δυτικά ο νάρθηκας. Το αρχικό δάπεδο ήταν στρωμένο με ορθογώνιες πήλινες πλάκες, μερικές από τις οποίες αφαιρέθηκαν όταν ο χώρος χρησιμοποιήθηκε για ταφές, πιθανότατα κατά το 14ο αιώνα, σύμφωνα με νομισματικά δεδομένα. 3. Επιτοίχιος διάκοσμος 3.1. Ψηφιδωτά 3.1.1. Καθολικό Οσίου Λουκά 3.1.1.1. Κεντρικός χώρος Η διάρθρωση του εσωτερικού του κυρίως ναού σε τέσσερις επάλληλες ζώνες, δύο με ορθομαρμαρώσεις και άλλες δύο με ψηφιδωτά, ακολουθεί τη σταθερή αρχή των μεσοβυζαντινών ναών με ψηφιδωτό διάκοσμο, όπως η Νέα Μονή και το Δαφνί. Ξεκινώντας από τον τρούλο μέχρι τα χαμηλά σημεία, εικονίζεται ιεραρχικά η Εκκλησία, με τις σκηνές από τη ζωή του Χριστού να καλύπτουν το μεγαλύτερο τμήμα των επιφανειών. Εδώ όμως η εικονογράφηση καθορίζεται περισσότερο από την ειδική λειτουργία του μνημείου ως μαρτυρίου, όπως ο Άγιος Δημήτριος Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό δικαιολογεί τον εντυπωσιακό αριθμό των περίπου εκατόν εβδομήντα προσωπογραφιών αγίων, κυρίως μοναχών, ιεραρχών στο ιερό και στρατιωτικών, ενώ οι σκηνές είναι μόνο έντεκα. Στον τρούλο, που συμβολίζει τον ουρανό, υπήρχε η παράσταση του Παντοκράτορα, η οποία δυστυχώς καταστράφηκε. Ο Παντοκράτορας, οι άγγελοι και οι προφήτες που διακρίνουμε σήμερα τοιχογραφήθηκαν μάλλον το 17ο αιώνα και πρέπει να επανέλαβαν τη διάταξη των αρχικών παραστάσεων. 3.1.1.2. Ημιχώνια Στα ευρύχωρα τοποθετούνται σκηνές του . Ο Ευαγγελισμός, που κοσμούσε το βορειοανατολικό ημιχώνιο, είναι σήμερα κατεστραμμένος. Ακολουθεί η Γέννηση, στο νοτιοανατολικό ημιχώνιο, όπου κυριαρχεί σε μεγάλο βαθμό το τοπίο, με το σπήλαιο στο μέσο. Είναι μια πολυπρόσωπη παράσταση, αφού εικονίζονται και τα συμπληρωματικά επεισόδια, της έλευσης των μάγων αριστερά και του λουτρού δεξιά. Εικονογραφική ιδιαιτερότητα αποτελεί η στάση της Παναγίας, που δεν απεικονίζεται ξαπλωμένη, ως συνήθως. Η Υπαπαντή στο νοτιοδυτικό ημιχώνιο είναι μια λιτή, εξαιρετικά ισορροπημένη σύνθεση με τις μορφές που προβάλλουν ανάγλυφα στο χρυσό βάθος. Η με το στο μέσο υποδηλώνει το χώρο του ιερού, όπου εκτυλίσσεται η σκηνή. Η Παναγία δεξιά πλησιάζει για να προσφέρει το Χριστό στον ιερέα Συμεών. Τις δύο κεντρικές μορφές πλαισιώνουν ο Ιωσήφ και η προφήτισσα Άννα. Συμμετρική και λιτή είναι και η παράσταση της Βάπτισης στο βορειοδυτικό ημιχώνιο. Στο μέσο ο γυμνός Χριστός στα νερά του Ιορδάνη ποταμού, που αποδίδονται με διακοσμητική διάθεση, κινείται προς τον Ιωάννη. Σε μικρότερη κλίμακα αποδίδεται η προσωποποίηση του ποταμού. Δεξιά κυριαρχεί η μορφή του Ιωάννη Προδρόμου, ενώ αριστερά πλησιάζουν το Χριστό με ρυθμική κίνηση δύο άγγελοι. 3.1.1.3. Ιερό Βήμα Στην κόγχη της αψίδας η Παναγία ένθρονη Βρεφοκρατούσα ακολουθεί το παράδειγμα της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Στο φουρνικό πάνω από την Αγία Τράπεζα εικονίζεται η παράσταση της Πεντηκοστής, πρώτη φορά σε αυτή τη θέση. Πρότυπο για την εικονογραφική απόδοση του θέματος πρέπει να αποτέλεσε ο χαμένος σήμερα ναός των Αγίων Αποστόλων της Κωνσταντινούπολης, όπως είχε αποκατασταθεί στο δεύτερο μισό του 9ου αιώνα από τον αυτοκράτορα Βασίλειο Α΄ το Μακεδόνα. Κεντρικό θέμα της σύνθεσης είναι η , συμβολική αναπαράσταση της τριαδικής Θεότητας. Η απεικόνιση των Αποστόλων σε χωριστό ο καθένας θρόνο σηματοδοτεί, όπως έχει παρατηρηθεί, τη μεταβολή του ρόλου τους, καθώς με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος από μαθητές του μεγάλου Διδασκάλου γίνονται πλέον οι ίδιοι δάσκαλοι με μαθητές όλους τους λαούς, που απεικονίζονται χαμηλότερα με την επιγραφή «φυλαί», «γλώσσαι». Αυτές οι εικονογραφικές αλλαγές που επινοήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη για την ενίσχυση και αναδιοργάνωση του χριστιανισμού στις ελλαδικές περιοχές, μετά την ανακατάληψη της Κρήτης, το 961, φανερώνουν στην περίπτωσή μας την ενίσχυση και προβολή του προσκυνήματος του τοπικού αγίου. Στα παραβήματα του ιερού, την πρόθεση και το διακονικό, η επιλογή των θεμάτων έγινε από την Παλαιά Διαθήκη. Διασώθηκαν μόνο οι σκηνές του διακονικού, ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων και οι Τρεις Παίδες στην κάμινο. 3.1.1.4. Νάρθηκας Στο νάρθηκα επιλέγονται τέσσερις σκηνές που έχουν σχέση με τα Πάθη και την Ανάσταση. Αριστερά της πύλης προς το ναό είναι η τριπρόσωπη λιτή σύνθεση της Σταύρωσης, με την Παναγία και τον Ιωάννη, και δεξιά η Ανάσταση. Στις ακραίες αβαθείς κόγχες τοποθετούνται ο Νιπτήρας στη βόρεια και η Ψηλάφηση του Θωμά στη νότια. Στο δυτικό τοίχο εικονίζονται μορφές αγίων ολόσωμες και σε μετάλλια. Αξιοπρόσεκτη είναι η παρουσία γυναικείων μορφών, κυρίως μαρτύρων. Ανάμεσα στη Θέκλα και την Αγάθη, στο νότιο ξεχωρίζουν οι άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη ντυμένοι με αυτοκρατορική ενδυμασία. Πάνω από την κύρια πύλη του νάρθηκα προς τον κυρίως ναό προβάλλει η προτομή του Χριστού που ευλογεί με το δεξί χέρι του. Οι μορφές στο ακριβώς από πάνω συμμετέχουν σε μια συμβολική απεικόνιση Δέησης. Εικονίζεται η Παναγία Δεομένη, ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και οι αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ στραμμένοι προς τη μορφή του Ιησού. Στη Δέηση συμμετέχουν απόστολοι και ευαγγελιστές που εικονίζονται στις καμάρες, ολόσωμοι ή σε μετάλλια. 4. Τοιχογραφίες 4.1. Καθολικό Οσίου Λουκά 4.1.1. Παρεκκλήσια Την ψηφιδωτή διακόσμηση του κεντρικού χώρου και του νάρθηκα συμπληρώνουν τοιχογραφίες στα πλευρικά παρεκκλήσια, στο γυναικωνίτη και στην κρύπτη, σύμφωνα με πρακτική που για λόγους οικονομίας συνηθίζεται και σε άλλα σπουδαία βυζαντινά μνημεία από τον 11ο αιώνα. Το ζωγραφικό πρόγραμμα περιορίζεται στην απεικόνιση αγίων ή προσαρμόζεται στη λειτουργική χρήση κάθε παρεκκλησίου. Στο βορειοανατολικό παρεκκλήσιο, όπου βρίσκεται η λειψανοθήκη του οσίου Λουκά, υπάρχει η σημαντικότερη παράσταση, στην οποία ο αφιερωτής του καθολικού, ο ηγούμενος Φιλόθεος, προσφέρει το ομοίωμα του ναού στον ολόσωμο όσιο Λουκά. Στο νοτιοδυτικό παρεκκλήσιο η απεικόνιση στην κόγχη της εξαίρετης Παναγίας Βρεφοκρατούσας στον τύπο της Οδηγήτριας και η σκηνή ψηλότερα της συνάντησης του Χριστού με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο λίγο πριν από τη Βάπτιση φανερώνουν ότι ο χώρος πιθανόν είχε τη λειτουργία Βαπτιστηρίου. Στο βορειοδυτικό παρεκκλήσιο, τέλος, η παρουσία στο βόρειο τοίχο και το περιεχόμενο του εικονογραφικού προγράμματος με τις σκηνές της Ανάληψης του Προφήτη Ηλία και της Σταύρωσης φανερώνουν την ταφική λειτουργία του. Σπάνιο για την εποχή παράδειγμα διακόσμησης της πρόσοψης του ναού αποτελούν οι τοιχογραφίες στα τύμπανα των δίλοβων παραθύρων του ισογείου, στο δυτικό τοίχο του καθολικού, που διασώθηκαν επειδή είχε προσκολληθεί σε αυτές ο εξωνάρθηκας του 12ου αιώνα. Πρόκειται για τα στηθάρια των αγίων Πέτρου και Παύλου που η προχωρημένη φθορά τους δεν επιτρέπει την ακριβή χρονολόγησή τους. 4.1.2. Γυναικωνίτης Μέχρι σήμερα δεν έχει ολοκληρωθεί η συστηματική αποκάλυψη, από μεταγενέστερα επιχρίσματα, του ζωγραφικού διακόσμου στο γυναικωνίτη του καθολικού. Στο νοτιοδυτικό τμήμα του υπάρχουν ολόσωμες μορφές ιεραρχών, σύγχρονες ή λίγο μεταγενέστερες του υπόλοιπου ναού, με επιζωγραφίσεις. Σε ορισμένα τόξα σώζονται στηθάρια αγίων. Κυριαρχούν όμως εντυπωσιακά διακοσμητικά θέματα και παραστάσεις με απομίμηση ορθομαρμάρωσης που αποτελούν αφαιρετικές συνθέσεις με τόλμη και φαντασία. Ο διάκοσμος του γυναικωνίτη εμφανίζει μεγάλες ομοιότητες με αυτόν της κρύπτης. 4.1.3. Κρύπτη Αγίας Βαρβάρας Η επιλογή συνθέσεων από τον κύκλο του Πάθους του Χριστού είναι οι αρμόζουσες για τον κοιμητηριακό χαρακτήρα της. Όπως είναι γνωστό, εκτός από τον αρχικό τάφο του οσίου Λουκά, εδώ βρίσκονται ακόμη δύο τάφοι, ίσως των πρώτων ηγουμένων του μοναστηριού. Η πρώτη παράσταση του εικονογραφικού κύκλου είναι η λιτή σκηνή της Βαϊοφόρου, δίπλα από τον τάφο του οσίου. Ακολουθεί η Σταύρωση, η Αποκαθήλωση και οι δύο συνεχόμενες σκηνές του Ενταφιασμού και των Μυροφόρων στο τάφο του Χριστού. Ακολουθεί η Ψηλάφηση του Θωμά στον τοίχο κάτω από το νοτιοδυτικό σταυροθόλιο και, τέλος, η Κοίμηση της Θεοτόκου. Τα δέκα σταυροθόλια στην οροφή της κρύπτης είναι κατάγραφα με πλούσιο φυτικό διάκοσμο μέσα από τον οποίο προβάλλουν σε μετάλλια σαράντα μορφές αγίων, μοναχών και ηγουμένων. Αναγνωρίζεται ο δωρητής όσιος Φιλόθεος, ο Θεοδόσιος, που έχει ταυτιστεί με τον άρχοντα Θεόδωρο Λεωβάχο και ο Λουκάς, ένας σημαντικός ηγούμενος που ίδρυσε μετόχι το 1014 στο Αλιβέρι της Εύβοιας. Οι σκηνές και τα μετάλλια της κρύπτης ανήκουν σε διαφορετικούς ζωγράφους με την ίδια όμως υψηλή καλλιτεχνική παιδεία. Τόσο τα ψηφιδωτά όσο και οι τοιχογραφίες του καθολικού έχουν μια σπάνια ποιότητα στην τεχνική και το αισθητικό αποτέλεσμα, που φανερώνουν τη μαθητεία των ζωγράφων σε εργαστήρια της πρωτεύουσας. Άλλωστε εικονογραφικές ομοιότητες αναγνωρίζονται όχι μόνο σε μνημεία αλλά και σε χειρόγραφα κωνσταντινουπολίτικης τέχνης. 4.1.4. Ναός της Παναγίας Ο παλαιότερος ζωγραφικός διάκοσμος που έχει επισημανθεί έως σήμερα στη Βοιωτία ανήκει στην Παναγία της μονής Οσίου Λουκά και ιστορεί την εμφάνιση του αρχαγγέλου Μιχαήλ στον Ιησού του Ναυή, αρχιστράτηγο των Ιουδαίων πριν από την άλωση της Ιεριχούς. Βρίσκεται στο δυτικό τοίχο του νάρθηκα της Παναγίας, που ενσωματώθηκε το 1011 στο μεγάλο καθολικό. Γι’ αυτό σήμερα τη βλέπουμε στο εσωτερικό του, πλάι στη λειψανοθήκη του οσίου. Η επιλογή του θέματος, που συμβολίζει το θρίαμβο νικηφόρων εκστρατειών, πιθανόν σχετίζεται με την ανακατάληψη της Κρήτης από τους Βυζαντινούς, το 961, την οποία είχε προφητέψει ο όσιος Λουκάς. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι η γαλήνια διάθεση, η χάρη και η αρμονία του κλασικού, που προσιδιάζουν στο 10ο αιώνα. Κατά τις ανακαινίσεις του 12ου αιώνα τοιχογραφήθηκε το εσωτερικό του ναού με πολύ υψηλής ποιότητας έργα από έναν άριστο καλλιτέχνη. Δυστυχώς διασώθηκαν μόνο τρεις ολόσωμοι άγιοι στην καμάρα του διακονικού και δύο στη θύρα μεταξύ διακονικού και Ιερού Βήματος, που εμφανίζουν μεγάλες ομοιότητες με τους ιεράρχες στο παρεκκλήσι της Παναγίας στην Πάτμο, του τέλους του 12ου αιώνα. |